Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Είναι η Αθήνα μου

Aθήνα : η πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Η πόλη με τους πολλούς ανθρώπους και τη μεγάλη μοναξιά, η πόλη με τα πολλά χρώματα και τις ασπρόμαυρες ψυχές.
Aθήνα : η πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Η πόλη με τους πολλούς ανθρώπους και τη μεγάλη μοναξιά, η πόλη με τα πολλά χρώματα και τις ασπρόμαυρες ψυχές. Έτσι δεν είναι όλες οι πόλεις του κόσμου; Χάνεσαι στην ανωνυμία της καθημερινότητας. Είσαι κι εσύ ένας απ΄τους πολλούς που έχουν κυνηγήσει ένα λεωφορείο, έναν άνθρωπο, μια ζωή. Βλέπεις τους ανθρώπους να τρέχουν στους δρόμους  αλαφιασμένοι στην προσπάθειά τους να προλάβουν κάτι. Τότε συνειδητοποιείς ότι κι εσύ είσαι ένας απ’ αυτούς. Τρέχεις χωρίς αναγκαστικά να έχεις να προλάβεις κάτι. Ώρες ώρες τρελαίνεσαι. Βλέπεις απ το τζάμι του λεωφορείου τους ανθρώπους σαν ζαλισμένα τηλεκατευθυνόμενα και ψάχνεις να βρεις το χειριστήριο που τους κάνει να τρέχουν σα ρομπότ.
Το μάτι σου πάει στα αυτοκίνητα. Το θέαμα σου θυμίζει συγκρουόμενα σε κάποιο λούνα παρκ. Οδηγείς σκεπτόμενος τι σκέπτεται να κάνει ο άλλος. Ώρες ώρες σκέφτεσαι να διοργανώσεις μια ημερίδα με θέμα «φλας αυτός ο άγνωστος». Όχι δεν είναι δικιά σου σκέψη. Το χουν σκεφτεί και πολλοί άλλοι εκτός από σένα. Επανέρχεσαι στην πραγματικότητα και βλέπεις τους ανθρώπους γύρω σου. Άλλος ακούει μουσική, άλλος διαβάζει εφημερίδα, άλλος κάνει check in. Όσο κι αν δεν είσαι αδιάκριτος εδώ το χεις να του πεις «οκ ρε φίλε στο λεωφορείο είσαι» και ποιον ενδιαφέρει στην τελική που είσαι. Η σκέψη σου φεύγει όταν ακούς έναν άλλο κυριούλη να μιλάει στο κινητό με στόμφο σα να έβγαζε λόγο «μα ναι εκτός από φασολάκια θα φέρω και κρεμμύδια». Ο παππούς μπροστά σου κοιτάει το βιβλιάριο του ΙΚΑ και μονολογεί «πότε θα μας το κόψουν κι αυτό» ενώ η μικρή μπροστά με το εφαρμοστό μπλουζάκι μιλάει στο τηλέφωνο για τον ηλίθιο που την άφησε την ώρα που ήδη γλυκοκοιτάει το διπλανό της. Ένας νεαρός την ίδια ώρα μέσα στο χάος που επικρατεί διαβάζει τα Άπαντα του Λένιν. Ένα παιδί παίζει στο ακορντεόν το «Άστα τα μαλλάκια σου» αντί για τα κάλαντα ενώ μια κυρία μεγάλης ηλικίας ζητά να δώσει κάτι όποιος μπορεί για να πάρει τα φάρμακά της. Η παρέα των φοιτητών της Ιατρικής που έχουν πιάσει τη γαλαρία μιλούν μεγαλόφωνα για την πρώτη τους εμπειρία στο ανατομείο με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Δεν μπορώ κατεβαίνω στην επόμενη στάση. Αυτό το αμάλγαμα με ξεπερνάει, με πνίγει. Παράνοια, καθημερινή παράνοια.
Η Β. Σοφίας στολισμένη με φωτάκια που μόνο μελαγχολία σου δημιουργούν, τίγκα στα αυτοκίνητα. Τα κορναρίσματα σου παίρνουν το κεφάλι και συ γυρνάς να δεις γιατί κορνάρει ο άλλος. Άκου ερώτηση…Μα από συνήθεια. Κάποιοι είναι σταματημένοι πρώτοι  πρώτοι στο φανάρι και όμως όταν ανάψει το πράσινο κορνάρουν. Τα μηχανάκια πετάγονται από παντού, ο κόσμος τρέχει ενώ οι τουρίστες φωτογραφίζουν. Η αλήθεια είναι τέτοιο παρανοϊκό θέαμα που θα το ξαναδούν. Κατεβαίνω στο μετρό. Ζαλίστηκα. Καλύτερα κάτω από τη γη. Έχει πιο ηρεμία. Ευτυχώς ήξερα καλά θρησκευτικά και δε μπέρδεψα ποτέ τον Άγιο Αντώνιο με τον Άγιο Δημήτριο σαν έναν κυριούλη που ήθελε να πάει στο Ελληνικό και έφτασε στα Σεπόλια. «Μπέρδεψα τους Αγίους» φώναζε.
Κατεβαίνω στο Μοναστηράκι. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί αυτή η άλλη Αθήνα που απλώνεται από δω και πέρα είναι η δική μου Αθήνα. Ένα κεράκι στην Παντάνασσα. «Τι κάνετε εκεί; Απαγορεύεται. Το απαγορεύει η Aρχαιολογική Yπηρεσία».  Δεν το ήξερα. Συγγνώμη. Βγαίνω έξω και βλέπω στο βάθος την Ακρόπολη. Αυτή είναι η Αθήνα που αγαπάω. Όμορφη. Ανθρώπινη. Το τζαμί, η Αδριανού με τα παραδοσιακά μαγαζάκια, η Βιβλιοθήκη του Αδριανού, το παλιό τρίκογχο. Το μάτι φεύγει και πάει πάλι στην Ακρόπολη. Στον Ιερό Βράχο. Σου αρκεί να κοιτάς. Χάνεσαι στα στενάκια της Πλάκας. Ανεβαίνεις στα Αναφιώτικα. Είσαι μόνη σου αλλά δε σε ενοχλεί. Δεν ξέρεις που πας αλλά συνειδητοποιείς ότι εδώ οι άνθρωποι δεν τρέχουν, δε φωνάζουν, δε βιάζονται. Είναι ήρεμοι. Ανθρώπινα πρόσωπα. Γκρουπάκια με τουρίστες στην Αρχαία Αγορά, πλανόδιοι οργανοπαίχτες, μετανάστες που πουλάνε κάθε λογής πράγματα. Χαζεύεις. Μπορεί να ακούγεται παρανοϊκό αλλά εγώ την αγαπάω αυτή την πόλη. Τις γωνιές της, τα στενά δρομάκια, τους ανθρώπους της, τις αμυγδαλιές που ανοίγουν και την κάνουν ακόμα πιο όμορφη. Ναι τις περιμένω ν” ανθίσουν κάθε χειμώνα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως σα μήνυμα από το παράλληλο σύμπαν που ζω.
Γυρνάς το κεφάλι και ξαφνικά η εικόνα σου γίνεται ασπρόμαυρη. Όλα χάνουν το χρώμα τους.  Άνθρωποι που απ τη μια στιγμή στην άλλη έχασαν τα πάντα. Τους βλέπεις δίπλα σου, ξαπλωμένους στο δρόμο, στις γωνιές τυλιγμένοι με κουβέρτες, όμως με μια αξιοπρέπεια στο βλέμμα που σε κάνει να νιώθεις τύψεις που εσύ έχεις ένα σπίτι να γυρίσεις. Άνθρωποι περνούν δίπλα τους και κάνουν ότι δεν τους βλέπουν. Γιατί άραγε; Χαλάει την αισθητική τους ή όντως νιώθουν άσχημα γιατί η ζωή στάθηκε πιο καλή μαζί τους; Κάποιοι ενδόμυχα μακαρίζουν την τύχη τους που δεν κατέληξαν στη θέση τους ενώ κάποιοι άλλοι δε χάνουν ευκαιρία να διαφημίζουν την πρόσκαιρη ευτυχία τους παντού και με κάθε τρόπο. Γιορτινές μέρες και τα λαμπάκια, τα στολίδια και τα «ντυμένα» δέντρα φωτίζουν ακόμα περισσότερο τις άδειες ψυχές…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου