Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

H Μελίνα της Ελλάδας

Ο Άνεμος Μαλβίνα

Την έλεγαν Μαλβίνα. Αιρετική, χειμαρρώδης, αντισυμβατική, σαρκαστική, ανατρεπτική σε όλα. Φόβος και τρόμος των πολιτικών που έβαζε στο στόχαστρο. Γεννήθηκε σαν σήμερα πριν από 60 χρόνια. Άνεμος κουβάρι η ζωή της. Όνειρό της να γίνει ηρωίδα μυθιστορήματος. Μυθιστόρημα η ζωή της. Ηρωίδα η ίδια.
Ένα αμάλγαμα απίστευτης χημείας που είχε μέσα της γνήσια Πειραιώτικη μαγκιά, αιγαιοπελαγίτικη αύρα και μοναδική τρυφερότητα. Από μικρό κοριτσάκι άφησε το στίγμα της στη μικρή κοινωνία που μεγάλωσε. Επεισοδιακά τα σχολικά της χρόνια. Το διαγώνισμα ζωγραφικής ελεύθερου σχεδίου ήταν ίσως το διαβατήριο της σε μια ζωή που εκείνη διάλεξε. Η σοκαρισμένη καθηγήτρια που είδε ζωγραφισμένη γυμνή την Αγία Παρασκευή , πολιούχο της πόλης, ήταν το πρώτο «θύμα» του καυστικού χαρακτήρα της Μαλβίνας. Ένα 13χρονο κορίτσι που σύμφωνα με το πόρισμα του συμβουλίου των καθηγητών του σχολείου της «είχε το διάβολο μέσα της».
Στα 15 της γνωρίζει τον πρώτο άντρα της ζωής της, το Βαγγέλη Κάραλη, μένει έγκυος και κάνει την πρώτη της κόρη. Το «μωρό της Ρόζμαρι» όπως έλεγε αφού κυκλοφορούσε σπρώχνοντας ένα μαύρο καρότσι με μαύρα μεταξωτά. Η ασυνήθιστη Μαλβίνα μάθαινε στην κόρη της όχι παραμύθια αλλα συνθήματα πχ «αν δεις αστυνομικό να του φωνάξεις: φασίστα θα πεθάνεις».
Παρούσα και στο Πολυτεχνείο κάνοντας και πάλι τη διαφορά. Ανεβαίνει στην ταράτσα της πολυκατοικίας με μια μαύρη σημαία και με το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» στο τέρμα. Η πολυκατοικία αναστατώνεται και η γειτονιά ειδοποιεί την αστυνομία να «μαζέψει» τον ταραξία. Η πράξη της τελικά θεωρήθηκε ατόπημα μιας νεαρής με «βεβαρημένο» παρελθόν. Το γεγονός παραγράφεται απ την Ασφάλεια αποτελεί όμως ένα από τα πρώτα παράσημα της Μαλβίνας.

Συλλέκτρια πανεπιστημιακών ενάρξεων με σπουδές Κυβερνητικής, Μαθηματικών και Ιστορίας της Τέχνης με σπουδαία δημοσιογραφική πορεία. Το καυστικό έως και βιτριολικό της χιούμορ κατέληξε να είναι ο φόβος και ο τρόμος όχι μόνο του Σημίτη αλλά και όποιου έμπαινε στο στόχαστρό της. Ένα ηφαίστειο που ξεχύλιζε από ορμή, συναισθήματα, ευθύτητα και αρσενική μαγκιά. Άνθρωπος που ήξερε να λέει «ευχαριστώ».
Εκατομμύρια ζωές σε μία, πληθωρική και σαρωτική προσωπικότητα, που μπορούσε να απογειώνει και να γκρεμίζει σε δευτερόλεπτα.
Κορίτσι των άκρων που για το ρεπορτάζ πούλαγε λουλούδια σε μπουζουξίδικα, καθάριζε τζάμια στα φανάρια, έφτιαχνε  πατσά στην κρεαταγορά για να τους αφήσει όλους άφωνους μια μέρα όταν ανέβηκε στο πάλκο ως ρεμπέτισσα.
Αιρετική, χειμαρρώδης, αντισυμβατική, σαρκαστική, ανατρεπτική σε όλα. Αμίμητο το ρεπορτάζ με το νεκροθάφτη και τις συμβουλές «πως θα είσαι ωραίο πτώμα». «Διώξτε την τρελή» έλεγαν. Αυτή η υπέροχη «τρελή» μαυρομαλλούσα  κόντρα στη μόδα της βαμμένης προκλητικής ξανθιάς  έδινε το δικό της στίγμα.
Καθιέρωσε ένα καινούργιο λεξιλόγιο, διακωμώδησε την πολιτική και τους πρωταγωνιστές της και κανένας δεν μπόρεσε να τη μιμηθεί. Οπλοπολυβόλο ο λόγος της. Ήταν επικίνδυνη για το πολιτικό σύστημα.  Καλές οι τηλεθεάσεις αλλά είχαν ρίσκο. Ο τσαμπουκάς της Μαλβίνας είχε πολιτικό κόστος…
Το αντράκι που έβγαζε προς τα έξω έκρυβε μια χειμαρρώδη, δοτική γυναίκα,  που της άρεσε να βγάζει την εικόνα της υποτακτικής που σκύβει το κεφάλι μόνο στο αρσενικό που θέλει. Δε λέγεται υποταγή αυτό. Αφοσίωση λέγεται. Εκεί όπως έλεγε η ίδια έβγαζε κάτι «μαμαδίστικο και προστατευτικό». Κανένας δεν της το χρέωσε. Ίσως υπερεκτιμούσε τις αγκαλιές των εραστών και των φίλων της.
Η αγάπη της φάνηκε  καθαρά μέσα απ τον «Άνεμο κουβάρι» που έγραψε ο αγαπημένος της Δ. Χαριτόπουλος μέσα απ τα γράμματά της.  Κατηγορήθηκε ότι αγάπησε τον «Άρη» του πιο πολύ από κείνη και την εξέθεσε προσφέροντας τα εσώψυχά της για δημόσια κατανάλωση.  Η Μαλβίνα που ξέρουμε δε νομίζω ότι θα είχε θέμα να δείξει σε όλους τι ένιωθε.
Καταπληκτική μαγείρισσα που γαλήνευε στην κουζίνα μαγειρεύοντας για τους ανθρώπους που αγαπούσε. Οι φίλοι ήταν η πιο σταθερή αξία στη ζωή της.
Μετά από τρεις γάμους και τρία παιδιά φανταζόταν στα 50 τον εαυτό της με άσπρα μαλλιά να γράφει βιβλία και να φτιάχνει μαρμελάδες. Δεν πρόλαβε.
Προληπτική και ανασφαλής, που φοβόταν μόνο τους γιατρούς… Η ασθένεια την έφερε αντιμέτωπη με ό,τι φοβόταν. Ίσως κάποιοι άνθρωποι φεύγουν γιατί τρομάζουν την κοινωνία. Αν ζούσε σήμερα το μόνο βέβαιο είναι ότι δε θα έπληττε.
«Γλίτωσα πλέον και δεν είμαι σαν εσάς»…ίσως έχει δίκιο. Πρόλαβε κι έφυγε. Έφυγε; Μπα… Άλλαξε απλά τόπο κατοικίας κάτι που συνήθιζε…

Κατερίνα Μπαλκούρα

Πρώτη δημοσίευση Rebuke

Νίκος Γόδας: O ήρωας με τα ερυθρόλευκα

Ήταν μια μοναδική συνάντηση. Το ελληνικό ποδόσφαιρο, στις πιο αγνές του εποχές, συναντήθηκε σε μια γωνιά της ιστορίας με τον ΕΛΑΣ στο πρόσωπο ενός ανθρώπου. Του γνωστού κανονιέρη της εποχής Νίκου Γόδα.

Ο Νίκος γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1920. Ήταν δυο χρονών στην Καταστροφή με αποτέλεσμα η οικογένειά του να ακολουθήσει κι εκείνη το δρόμο της προσφυγιάς. Αρχικά βρέθηκαν στη Λέσβο, από κει στην Κρήτη και στο τέλος η μοίρα τους έφερε στην Κοκκινιά όπως εκατοντάδες άλλους πρόσφυγες. Το ποδόσφαιρο συνηθιζόταν στις φτωχογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά αφού απομάκρυνε για λίγο τα παιδιά απ τη σκληρή καθημερινότητα που ζούσαν. Η πρώτη του όμως ουσιαστική επαφή με το ποδόσφαιρο ήρθε όταν δούλευε στο εργοστάσιο του Κεραμεικού στον Πειραιά, εκεί που είναι σήμερα η ΕΛΑΪΣ. Μπήκε ερασιτεχνικά στην αρχή στην ποδοσφαιρική ομάδα του εργοστασίου. Παράλληλα λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος έκανε το ισόγειο του πατρικού του στην Κοκκινιά ταβέρνα που την ονόμασε «Τα Αραπάκια». Μολονότι ξεκίνησε σαν μια οικογενειακή επιχείρηση της γειτονιάς εξελίχθηκε γρήγορα σε σημαντικό στέκι που σύχναζαν εκεί οι σημαντικότεροι ρεμπέτες της εποχής.
Έντονα πολιτικοποιημένος από μικρός, εντάχθηκε επίσημα στο ΚΚΕ λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Στη διάρκεια της Κατοχής με τη δημιουργία των αντιστασιακών οργανώσεων μπαίνει στον ΕΛΑΣ και γίνεται λοχαγός του 5ου επίλεκτου λόχου Κοκκινιάς. Παρών σε όλες τις μεγάλες μάχες, κυρίως όμως στη μάχη της Κοκκινιάς της 7ης Μαρτίου του 1944 και στη μάχη της Ηλεκτρικής στις 13 Οκτωβρίου 1944. Ο Νίκος όμως δεν ήταν μόνο ο Ελασίτης λοχαγός, το σπουδαίο παλικάρι της Κοκκινιάς.
Απ” την αρχή του πολέμου έχει ήδη πάρει μεταγραφή για τον Ολυμπιακό, την αγαπημένη του ομάδα και απ το 1942 είναι βασικός μεσοεπιθετικός  και σκόρερ στη μεγάλη νίκη της ομάδας έναντι του Εθνικού με 4-0  ενώ το ίδιο γίνεται και στον αγώνα με τον Απόλλωνα. Το Μάιο του 1943 ξεκινά ως βασικός πια παίκτης στην ενδεκάδα του Ολυμπιακού και το  Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου είναι πρωταγωνιστής στον τελικό του Κυπέλλου Χριστουγέννων με τη νίκη  έναντι του Παναθηναϊκού με 5-2.  Παράλληλα συμμετείχε στην  ΕΠΟΝ Πειραιά μαζί με τον Ανδρέα Μουράτη (ΟΣΦΠ), το Γιάννη Καψή (ΑΕΚ), τον Αριστείδη Τσολακίδη (ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ), τον Μίμη Αποστολόπουλο (ΟΣΦΠ), το Βασίλη Παντινιώτη (ΕΘΝΙΚΟΣ), το Διονύση Γεωργάτο (ΟΣΦΠ), το Γιάννη Φερλεμή (ΟΣΦΠ), το Γιώργο Κασσίσογλου (ΕΘΝΙΚΟΣ) κ.α.

Ήρθε η Απελευθέρωση που κράτησε όμως μόνο 45 μέρες. Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών πήρε μέρος στις μάχες στην περιοχή του Νεκροταφείου της Ανάστασης στον Πειραιά, πολεμώντας τους Άγγλους αυτή τη φορά. Ακόμα κι εκείνες τις δύσκολες ώρες δεν έχανε το χιούμορ του: «Απ τους άλλους Ελασίτες είμαστε πιο προνομιούχοι. Όσοι από μας σκοτωθούμε είμαστε τυχεροί γιατί θα θαφτούμε σε κανονικό και μάλιστα προνομιούχο μνήμα». Ο λόχος του αποδεκατίστηκε. Περνάει μέσω Θήβας στη Λαμία για να φτάσει στον Τυμφρηστό και να ενταχθεί στο 36ο Σύνταγμα που είχε έδρα το Γαρδίκι και υπαγόταν στη XIII Μεραρχία Ρούμελης. Είναι η περίοδος που υπογράφεται  η Συμφωνία της Βάρκιζας. Ο Νίκος αρρωσταίνει με πνευμονία και με την επιστροφή του στον Πειραιά συλλαμβάνεται προδομένος από ένα χαφιέ. Αρχικά κρατείται στο 5ο Α.Τ Κοκκινιάς αντιμετωπίζοντας για πρώτη φορά σκληρά βασανιστήρια.
Στις 23 Ιουνίου 1945 οδηγείται σε δίκη μαζί με 25 άλλους. Πρόκειται για τη γνωστή στημένη δίκη του Ασύλου Κοκκινιάς, που δικάστηκαν αγωνιστές με μάρτυρες κατηγορίας συνεργάτες των Γερμανών. Ανάμεσά τους  ήταν κι ένας Κασιδιάρης! Η καταδικαστική απόφαση βγήκε λίγες μέρες αργότερα. Έντεκα απ τους κατηγορουμένους καταδικάστηκαν σε θάνατο μεταξύ των οποίων και ο Νίκος. Από κει οδηγήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, μετά στην Αίγινα  κι από κει στις φυλακές της Κέρκυρας. 3 1/2 χρόνια στις φυλακές με σκληρά βασανιστήρια. Θα μπορούσε να σωθεί αν υπέγραφε, αν αποκήρυσσε τις ιδέες του. Δεν το κανε. Παλικάρι μέχρι το τέλος. Λένε ότι η ηγεσία του Ολυμπιακού μπορούσε να βοηθήσει. Δεν το κανε όμως…

Στις 19 Νοεμβρίου 1948 έφτασε το τέλος. Ήταν μόλις 27 χρονών. Ψύχραιμος και χαμογελαστός με ψηλά το κεφάλι, περήφανος που δε λύγισε, χαιρέτισε τους συντρόφους του στη φυλακή. «Γεια σας αδέρφια». Τελευταία του επιθυμία να εκτελεστεί με τη φανέλα της ομάδας του. Τη φόρεσε κατάσαρκα και οδηγήθηκε στο Λαζαρέτο. Ζήτησε να μην του δέσουν τα μάτια για να δει για τελευταία φορά όχι τους εκτελεστές του αλλά τα ερυθρόλευκα χρώματα…Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα  η φανέλα του δεν είχε πια καθόλου λευκό…

Kατερίνα Μπαλκούρα

Μικρό Χωριό: Η πρώτη μάχη του ΕΛΑΣ που έγινε τραγούδι



Τα μαύρα Χριστούγεννα του 1942 δεν ήταν η τελευταία «πολεμική» πληγή για το χωριό που θα καεί κι απ” τους Γερμανούς τον επόμενο χρόνο και δυο φορές στον Εμφύλιο.
Απ” το φθινόπωρο του 1942 η ένοπλη αντίσταση αποτελούσε τη μοναδική επιλογή στη Ρούμελη που ζούσε υπό την απειλή των Ιταλών. Τα μεγέθη είχαν πια αλλάξει και η ομάδα του Άρη αριθμούσε περίπου 300 αντάρτες. Ένα τυχαίο γεγονός προηγήθηκε της μεγάλης μάχης στο Μικρό Χωριό. Γερμανοί ρώτησαν ένα μικρό Μικροχωρίτη, τον Τάσο Γουρνά, που δούλευε σαν γκαρσόνι στη Λαμία, που θα μπορούσαν να βρουν καρύδια. Το παιδί πρόθυμα και εντελώς αθώα πρότεινε το χωριό του. Ενώ οι Γερμανοί ανέβαιναν τον Τυμφρηστό οι αντάρτες που ήταν στο Κλαυσί ενημερώθηκαν εγκαίρως, έστησαν ενέδρα και τους χτύπησαν τραυματίζοντάς τους για εκφοβισμό. Οι αντάρτες περιποιήθηκαν τα τραύματά τους και τους άφησαν. Ο Άρης προειδοποίησε: «Για πρώτη και τελευταία φορά σας αφήνουμε αλλά εδώ δε θα ξαναπατήσετε». Θα μπορούσαν να τους είχαν εκτελέσει αλλά τα αντίποινα θα ήταν φρικτά και θα πλήρωναν βαρύ φόρο αίματος όλα τα χωριά.
Η απάντηση όμως ήρθε απ τους Ιταλούς, αφού η Ρούμελη ήταν υπό τον έλεγχό τους, με τη σύλληψη ομήρων απ΄το Μικρό και το Μεγάλο Χωριό. 17 Δεκεμβρίου «τα αντάρτικα του Άρη» φτάνουν στο Μικρό Χωριό, με ελάχιστα όμως όπλα και στρατοπεδεύουν στο σχολείο. Ο Τάσος Λευτεριάς που είχε ήδη σταλεί στη Ρούμελη πρότεινε να μη γίνει μάχη αφού δεν υπήρχαν αρκετά όπλα, κάτι που ζητούσαν και οι χωρικοί πανικόβλητοι. Ο Άρης όμως αντέδρασε λέγοντας:»Δε βγήκαμε στο βουνό να φάμε το ψωμί σας. Βγήκαμε να πολεμήσουμε για τη λευτεριά». Η απάντηση αυτή ήταν σκληρή αλλά κρινόμενη στρατιωτικά ήταν απαραίτητη για να στεριώσει το αντάρτικο στη Ρούμελη.
Απ το φυλάκιο που είχε στήσει ο Άρης έμαθαν ότι 2000 Ιταλοί έφθαναν απ το Καρπενήσι. Λέγεται ότι ειδοποιήθηκαν απ τις αρχές του τόπου, για την ύπαρξη ανταρτών στην περιοχή, σε μια ύστατη προσπάθεια να εκτιμήσουν οι Ιταλοί αυτή την κίνηση. Έγινε ακριβώς το αντίθετο. Αφού μπήκαν στο Μεγάλο Χωριό έπιασαν ομήρους και τους έκλεισαν στο σχολείο. Ο παπάς του χωριού παπά Κουμπούρας(Κώστας Τζεβελέκας), απ΄τους πρώτους ιερείς που άφησαν το ράσο και πήραν τα άρματα, διάβαζε ευχές για τη νικηφόρο έκβαση της μάχης. Την ίδια ώρα στο Μικρό Χωριό η ενέδρα στήθηκε στη Ρεματιά στην είσοδο του χωριού. Οι αντάρτες είχαν στρατοπεδεύσει στο λοφάκι απέναντι  για να έχουν ορατότητα. Ενέδρα σε σωστό σημείο και πρόβλεψη πλαγιοφυλακών.  Μια μάχη υπόδειγμα αντάρτικης τακτικής. Έτσι με το που μπήκαν οι Ιταλοί στο χωριό  δέχθηκαν τα πυρά που μπορεί να μην ήταν πολλά ήταν όμως οργανωμένα ενώ πολυβόλα χτυπούσαν παράλληλα απ το Μεγάλο Χωριό. Πρώτος σκοτώθηκε ο Ιταλός Διοικητής και ακολούθησαν 70 ακόμα. Απ την πλευρά των ανταρτών σκοτώθηκε ο 16χρονος Κλέαρχος(Κώστας Μπίρτσας). Από κει καθιερώθηκε  το αντάρτικο σύνθημα «Κλέαρχος» με παρασύνθημα «Μικρό Χωριό».
Η νύχτα στην Μπλουρέντζα και το τραγούδι του Άρη
Την ώρα της μάχης οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού με όλα τα παιδιά  κατέφυγαν σε μια χαράδρα που ήταν το χάνι του Κατσιγιάννη στη σπηλιά της Μπλουρέντζας. Μια δύσκολη νύχτα, με αφόρητο κρύο, αγωνία και τα μωρά να κλαίνε. Ανάμεσα τους ήταν και η Ναυσικά Φλέγγα, η  Πρωτομαγιά, έτσι την έλεγαν τότε. Η Ναυσικά πήρε ένα μικρό μπακαλόχαρτο που βρήκε και έγραψε ένα μικρό ποίημα για τα βουνά που στέναζαν, για τ” αντάρτικα του Άρη, για το δόλιο το Μικρό Χωριό. Το χαρτάκι αυτό το είχε και το έχει ακόμα σε ένα μικρό πορτοφολάκι μέσα στην τσάντα της και όλο λέει ότι θα το βάλει σε κορνίζα αλλά φαίνεται πως η μοίρα το θέλει στο ίδιο σημείο 71 χρόνια τώρα.
Δυο νέοι απ το χωριό ο Ν. Πολύζος και ο Χ.Γιαννακόπουλος, που είχαν εκπληκτικές φωνές, προσπάθησαν να το μελοποιήσουν. Κόντευε να ξημερώσει όταν το τραγούδησαν για πρώτη φορά. Ο Αλέκος Ξένος έγραψε τη μουσική σε παρτιτούρα και το τραγούδι στόμα με στόμα κυκλοφόρησε σε όλα τα χωριά. Ο Καπετάν Περικλής της το ζητούσε για να βγάλει αντίγραφα. Εκείνη δεν το δωσε ούτε καν στον Άρη. Ο Άρης όταν το πρωτοάκουσε χαριτολογώντας της είπε: «Αυτό το έσφαξε θα μπορούσες να το παραλείψεις»…
Δύσκολες ώρες για το χωριό
Όσο διαδραματίζονταν αυτά στη σπηλιά, το χωριό περνούσε μαρτυρικές ώρες. Οι Ιταλοί βασάνισαν και έκαψαν ζωντανούς την παράλυτη Αθηνά Δερματά, τον ενωμοτάρχη Κατσίμπα και τον παπά του Μεγάλου Χωριού.  Τους άλλους 11 ομήρους αφού τους βασάνισαν τους έβαλαν να σκάψουν τους τάφους τους μόνοι τους και τους σκότωσαν στη θέση Λόγγοβα. Τα άλογα, τα έκλεισαν στην εκκλησία για να προσβάλλουν τον ιερό χώρο ενώ κομμάτιασαν όλες τις αγελάδες του χωριού. Μετά έγινε το μεγαλύτερο πλιάτσικο που είχε γίνει ποτέ μετά από μάχη. Αφού άδειασαν όλα τα σπίτια έκαψαν το χωριό. Νεκρούς και τραυματίες οι Ιταλοί τους μετέφεραν στο Καρπενήσι με αυστηρή διαταγή προς τους Καρπενησιώτες να κλειστούν στα σπίτια τους. Όσοι δεν υπάκουσαν ξυλοκοπήθηκαν άγρια.
Τα μαύρα Χριστούγεννα του 1942 δεν ήταν η τελευταία «πολεμική» πληγή για το χωριό που θα καεί κι απ τους Γερμανούς τον επόμενο χρόνο και δυο φορές στον Εμφύλιο.
DSCF0027[1]

Την έλεγαν Μαρία Παντίσκα

Φόρος τιμής στον πρίγκηπα


23 χρόνια πέρασαν απ” τη μέρα που ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο ασυμβίβαστος της ελληνικής μουσικής σκηνής, αποφάσισε να «δραπετεύσει» απ” αυτή τη ζωή.  Ζηλευτή και γεμάτη η πορεία της ζωής του αλλά και αυτοκαταστροφική ταυτόχρονα. Γνήσιος, ανθρώπινος και αυθεντικός όσο κανένας. Μας έμαθε να μη φοβόμαστε τις λέξεις. Δε μάσησε ποτέ τα λόγια του. Ήταν ο ορισμός της λέξης μάγκας που πάταγε σταθερά πάνω στη σκηνή και περνούσε μηνύματα. Tα δικά του μηνύματα. Προκαλούσε μέσα απ” τους στίχους του αλλά κατάφερε να αγγίξει όχι μόνο τη γενιά του αλλά και όσες θα ακολουθήσουν. Ήταν μόνος του μέσα σ” ένα μοναχικό δρόμο. Έγραφε συνέχεια, σε χαρτάκια, αποκόμματα, μπλόκ. Διάβαζε ποίηση. Αγαπούσε τον Αναγνωστάκη, το Σεφέρη και τον Ελύτη. Ήθελε να γίνει συγγραφέας. Είχε διαλέξει και το ψευδώνυμό του. Παύλος Αστέρης. Δεν πρόλαβε. Ακολούθησε το δρόμο του Χέντριξ, του Μόρισον και πολλών άλλων. Υπερβολική δόση ηρωίνης είπαν. Κι όμως για όσους τον ήξεραν καλά ήξεραν πως ήταν συνειδητή επιλογή.
Το φθινόπωρο του 1979 γνώρισε την πιο καταστροφική γυναίκα της ζωής του. Την ηρωίνη. Της έγραψε και τραγούδι. Γυναίκα δηλητήριο απ αυτές που σε οδηγούν στο θάνατο. Αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο κι όμως δεν βγαίνει από αυτό. Οι στίχοι των τραγουδιών του ωστόσο είναι κραυγές. Έγραψε για την ηρωίνη, για τη γυναίκα, για την προδοσία, για τη μοναξιά, για τη ζωή. Για όλα τα «επικίνδυνα» θηλυκά. «Η γυναίκα είναι ο καθρέφτης μας. Το πλάσμα που μπορούμε να πούμε ότι αγαπάμε στο έπακρο και μισούμε στο έπακρο ταυτόχρονα, όπως με το ίδιο σκεπτικό λέμε ότι εμπεριέχουμε το Σατανά και το Θεό».
Σ” αγαπούσε πολύς κόσμος Παύλο κι όμως εσύ ακολουθούσες το δικό σου μοναχικό δρόμο επιβεβαιώνοντας αυτό που λένε «Μονάχος μες στους ξένους και μες στους φίλους μόνος». Το γραφες αυτό. Πήρες τηλέφωνο τη μοναξιά σου και βγήκες στο δρόμο της φωτιάς. Δε σ” ένοιαζαν εσένα οι τιμές τους ούτε τα λόγια τα θεατρικά, έβλεπες την κόλαση και παραδεχόσουνα ότι την έχεις ζήσει όλη. Μες στα ερείπια του καιρού τι ζωή να πας να χτίσεις;  Έγραφες από ανάγκη στις 5 το πρωί. Έκανες ύμνο το «Να μ΄αγαπάς» την πιο ωραία υποτακτική που αφήνει στον άλλο τη διακριτική ευχέρεια να μην το κάνει.  Δεν απαιτούσες την αγάπη την διεκδικούσες με αξιοπρέπεια. Είχες αγάπη Παύλο. Πολύ αγάπη. Μίλησες για τα τριάκοντα αργύρια αν και ήξερες ότι πολλοί προδίδουν και για πολύ λιγότερα. Χρόνια τώρα η ζωή μας βρίσκεται μέσα στους στίχους σου. Σα να ξέρεις.
Δεν ξέρω αν βρέθηκες τελικά με την Κ. Ξέρω όμως ότι την αγάπησες πολύ. Λένε πως κάποια στιγμή έμαθε ότι υπάρχει ένα τραγούδι που μιλούσε για κείνη. Σαν την Αχάριστη του Τσιτσάνη ή τη Φραγκοσυριανή του Βαμβακάρη. Ίσως γι” αυτό διάλεξες να τραγουδήσεις τα τραγούδια τους. Ίσως γι αυτό το ζειμπέκικό σου ήταν τόσο ξεχωριστό. Δισέγγονος του θρυλικού Ζορμπά βλέπεις. Χόρεψε εκείνο το χορό με σπασμένο πόδι στην παραλία σφαδάζοντας απ τους πόνους χωρίς να δείξει τίποτα σε κανέναν. Το ίδιο κι εσύ.
Δεν τέλειωσες ποτέ το Μαθηματικό; Ε και; Εσύ δεν ήρθες σ” αυτό τον κόσμο για να λύνεις εξισώσεις. Ήρθες για να αγγίζεις τις πιο ευαίσθητες χορδές των ανθρώπων. «Τους είδα περαστικούς απ τις αίθουσες των πανεπιστημίων και των δημόσιων σκοτεινών ψυχιατρείων να συλλαβίζουνε την αλφαβήτα της κραυγής». Η ζωή σου μια κραυγή μέσα απ τα τραγούδια σου. Έλεγες ότι η ζωή είναι φλου κι όμως μίλαγες για κείνο τον πόνο που χει αιτία τυφλή. Μίλαγες για κείνη που είχε το βλέμμα της αγάπης που είχε σβήσει. Όλα τα έσβησαν οι κουβέντες σα γομολάστιχα. Σβήνει όμως η αγάπη; Εσύ ρομαντικέ μου ποιητή αναρρωτιόσουνα αν σ” αγάπησε όπως ο ήλιος την αυγή. Είναι σπάνια όμως αυτή η αγάπη.
Δεν την αναγνωρίζουν εύκολα οι άνθρωποι. Τη φοβούνται. Το απόλυτο το φοβάται κανείς και το διώχνει μακριά.  Η αγάπη παλεύει με το μίσος και ψέματα. Ψέματα λένε ακούς; Εσύ το είπες πρώτα. Λόγια θεατρικά ήταν όλα. Χάρτινα είδωλα νεκρά. Μέσα σε είκοσι λεπτά είδες το μίσος και την αγάπη. Οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Προειδοποιούσες για το τέλος. Κάποιοι άνθρωποι δε μένουν πολύ σ” αυτή τη γη. Εσύ προκάλεσες την Η. Παραδέξου το. Ήξερες ότι ανάσκελα θα σε βρουν ένα πρωί. Σ” έλιωνε ο αργός θάνατος. Είχες ζήσει την κόλαση. Είπες το θάνατο ζωή. Έκανες το θάνατο ζωή κι έκανες το κυνήγι του να μοιάζει γλυκό. Περιφρονούσες τα υλικά αγαθά έλεγαν όλοι. Δεν τα είχες ανάγκη. Εσύ είχες άλλη αποστολή σ” αυτή τη γη. Μίλησες σαν προφήτης και για μας, για τη δική μας αιχμάλωτη γενιά.  Έβλεπες ότι μόνο μέσα απ το παιδί υπάρχει ελπίδα. Το παιδί που υπάρχει μέσα μας, δίπλα μας. Και τι θα πούμε σ” αυτό το παιδί; Τι μπορούμε να του πούμε; Σε δίκασαν να σπαταλάς τα χρόνια σε μια ζωή χωρίς προοπτική. Τη ζωή σου την πασάρανε. Αυτή είναι κι αν σ” αρέσει. Αυτό είναι το χειρότερο ξέρεις. Να μην έχεις επιλογή.
Παύλος 2
Άφησες τη δική σου μεγάλη σφραγίδα στην ελληνική μουσική σκηνή ή μάλλον σφράγισες και τις δικές μας ζωές με το πέρασμά σου. Μας έμαθες πολλά αλλά το πιο σπουδαίο μάθημα ήταν η αξιοπρεπής σου αποχώρηση. Πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος είπαν οι γιατροί. Κοινώς παράλυση στο δεξί χέρι. Δε θα μπορούσες να πιάσεις ξανά την κιθάρα σου, να μιλήσεις μέσα απ τις χορδές της. Η μητέρα σου είχε ήδη φύγει και η Η(ττα) προσπαθούσε να σε πείσει ότι μόνο εκείνη σου μεινε.
Γύρισες πίσω το βλέμμα και κοίταξες. Ο Πόντος, η Αθήνα, η Θεσαλονίκη, τα Εξάρχεια, ο Ζορμπάς, η Έλλη Αλεξίου, ο Δάμων κι ο Φιντίας, τα Μπουρμπούλια, ο Σαββόπουλος, ο Μαρκόπουλος, η Σπυριδούλα, οι Απροσάρμοστοι φίλοι σου, ο Πουλικάκος, τα τραγούδια σου, οι δίσκοι, η λογοκρισία όλα μπροστά σου σαν ταινία. Και συ μόνος, πιο μόνος από ποτέ. Κι όμως αν ήξερες πόση αγάπη πήρες…Ήσουνα μόλις 42 χρονών.
Μας αποχαιρέτισες μ΄ ένα στίχο «Η απελπισία περίστροφο και σφαίρες της οι ανάγκες. Άντε και καλή τύχη μάγκες». Σημάδεψες τις ζωές μας Παύλο να το θυμάσαι αυτό. Καληνύχτα…

Κατερίνα Μπαλκούρα

Καπετάνιε τελειώσαμε

Βρέχει πολύ. Αρχίζει να σκοτεινιάζει. Είσαι μόνος σου πάνω στη γέφυρα περπατώντας παράλληλα με τις γραμμές λίγο πριν περάσει το τρένο. Όπως ακριβώς πέρασε και κείνη τη νύχτα. Κατεβαίνεις στα βάθρα της γέφυρας. Σηκώνεις το βλέμμα ψηλά και βλέπεις την ιστορία μπροστά σου. Σκέφτεσαι τα «παιδιά» εκείνης της νύχτας. 71 χρόνια έχουν περάσει. Σοκάρεσαι. […] Νιώθεις ότι δεν είσαι μόνος σου. Ακούς το βουητό του ποταμού. Το τρένο περνάει. Νομίζεις ότι ακούς τους πυροβολισμούς. Περιμένεις ν” ακούσεις το μπαμ. Na δεις κι εσύ τη φωτοβολίδα στον ουρανό. Βλέπεις τις σκιές όλων των ανθρώπων της Αντίστασης που ζεις χρόνια μέσα απ” τις ιστορίες και τις αναμνήσεις τους. Απ αυτό το σημείο ακόμα κι ο Ζέρβας σου φαίνεται συμπαθής. Θυμάσαι όλα αυτά που έχεις διαβάσει και ακούσει τόσα χρόνια. Σου είναι τόσο οικείος ο χώρος που έχεις την αίσθηση ότι ήσουνα κι εσύ εδώ εκείνη τη νύχτα…Μήπως ήσουνα τελικα; Ο Θύμιος ο Μπάφας είχε «διαβάσει» το κόκκαλο μιας προβατίνας. Συνηθιζόταν και το 1821 να διαβάζουν τη σπάλα απ τα ζώα. «Θα κλάψουν μανάδες πολλά παλικάρια…είπε. Δρόμοι, φωτιές και μνήματα»…
Το Βρετανικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής είχε αποφασίσει να κοπεί ο ελληνικός δρόμος ανεφοδιασμού των στρατευμάτων του Ρόμελ στη Β.Αφρική, λίγο πριν την κρίσιμη μάχη του Ελ Αλαμέιν. Το Στρατηγείο είχε στην Ελλάδα οργανωμένο κατασκοπευτικό δίκτυο, τον Προμηθέα ΙΙ, που είχε μέλη αξιωματικούς του ελληνικού στρατού που ανήκαν οι περισσότεροι στη βενιζελική παράταξη.
Ήταν απόγευμα 28ης Σεπτεμβρίου 1942 όταν τρία αεροπλάνα με δώδεκα σαμποτέρ απογειώθηκαν απ το αγγλοκρατούμενο Κάιρο με προορισμό τη Ρούμελη. Κάποιοι απ” την αποστολή μιλούσαν ελληνικά, τρεις ήταν αξιωματικοί του Μηχανικού έμπειροι στη γεφυροποιία (δύο Νεοζηλανδοί κι ένας Ινδoσκωτσέζος), τρεις λοχίες ήταν χειριστές ασυρμάτου κι ανάμεσά τους ένας Έλληνας, ο Θέμης Μαρίνος και 150 κιλά εκρηκτικά. Μοιράστηκαν στα τρία αεροπλάνα έτσι ώστε στο καθένα να υπάρχει ένας ελληνομαθής, ένας ασυρματιστής και ένας ειδικός στα εκρηκτικά. Αρχηγός της επιχείρησης «Χάρλινγκ» ήταν ο συνταγματάρχης Μηχανικού Έντυ Μάγιερς(μετέπειτα Ταξίαρχος) και υπαρχηγός ο ταγματάρχης Κρις Γουντχάουζ. Σκοπός της αποστολής ήταν η ανατίναξη μιας απ τις τρεις γέφυρες στην περιοχή της Φθιώτιδας. Του Ασωπού, της Παπαδιάς ή του Γοργοποτάμου. Υπεύθυνος για την τοποθέτηση των εκρηκτικών ήταν ο υπολοχαγός Τομ Μπαρνς. Τα αεροπλάνα όμως φθάνοντας στη Ρούμελη δεν αναγνώρισαν τα οπτικά σήματα και επέστρεψαν στο Κάιρο. Τέλη Σεπτεμβρίου η δεύτερη προσπάθεια είχε μεγαλύτερη επιτυχία και οι σαμποτέρ των δύο αεροπλάνων με το Μάγιερς και το Γουντχάουζ κατάφεραν να πέσουν με τα αλεξίπτωτα κοντά στις Καρούτες της Άμφισσας. Την περιπετειώδη πτώση ακολούθησε και περιπετειώδης συνέχεια. Η προσδοκία ότι θα έβρισκαν αντάρτικα τμήματα διαψεύστηκε. Έτσι λοιπόν για ένα τουλάχιστο μήνα ήταν απομονωμένοι. Ο Μάγιερς έστειλε το Γούντχάουζ στο Βάλτο να βρει το Ζέρβα, αφού αυτό το αντάρτικο ήξεραν οι Βρετανοί.
Όλο αυτό το διάστημα ο Άρης κέρδιζε μέρα με τη μέρα έδαφος στη Ρούμελη. Οι νίκες ήταν καθημερινές και ο ΕΛΑΣ αυξανόταν με γρήγορους ρυθμούς. Έτσι λοιπόν ο Μάγιερς έμαθε τη δράση του Άρη και του ΕΛΑΣ και θέλησε και τη δική του συνεργασία. Οι προθεσμίες άλλωστε πίεζαν και δεν ήξερε αν ο Γουντχάουζ θα έβρισκε το Ζέρβα και θα προλάβαινε την επιχείρηση. Του είχε δώσει προθεσμία μέχρι τις 17 του μηνός να έχει γυρίσει. Ο Γουντχάουζ συναντήθηκε στα Βροβιανά στις 9 του μηνός με το Μυριδάκη, υπαρχηγό του ΕΔΕΣ, κι εκείνος αφού βεβαιώθηκε για την ταυτότητά του τον πήγε στο Ζέρβα την επόμενη μέρα. Ο Ζέρβας τον αποκάλεσε «Ευάγγελο» αγγελιοφόρο δηλαδή καλών ειδήσεων. Στη συνέχεια δέχθηκε την αποστολή στοχεύοντας βέβαια και στην υλική από δω και πέρα στήριξη των συμμάχων. Η εικόνα που παρουσίαζαν οι αντάρτες του και ο παππάς με το ράσο και το Τόμσον ήταν κάτι που παραξένεψε πολύ αλλά και απογοήτευσε το Γουντχάουζ. Τότε ο Ζέρβας είπε ίσως την πιο ανθρώπινη φράση που έχει πει ποτέ: «Η εμφάνιση δεν κάνει τους αγωνιστές. Τους αγωνιστές τους κάνει η ψυχή». Ο Άρης Βελουχιώτης
Το τελευταίο αεροπλάνο με το Θέμη Μαρίνο ήρθε απ το Κάιρο στις 27 Οκτωβρίου. Ακόμα και σήμερα όσοι έπεσαν με τα αλεξίπτωτα στο Καρπενήσι θυμούνται τα ιταλικά πυρά που τους υποδέχθηκαν. Απομηχανής θεός ο καπετάν Νικηφόρος(Δημήτρης Δημητρίου) με τους αντάρτες του που πήγαν να τους παραλάβουν για να τους οδηγήσουν στον Άρη. Επιτέθηκαν στους Ιταλούς δίνοντας έτσι χρόνο στην αποστολή να διαφύγει. Απ το Κεράσοβο ο Ζέρβας κάλεσε στη Βίνιανη τον Άρη και τη νύχτα της 13ης Νοεμβρίου έγινε η ιστορική συνάντηση των δύο ανδρών και γνωστοποιήθηκε η αποστολή. Η πρώτη εντύπωση του Ζέρβα για τον Άρη ήταν ότι επρόκειτο για «μια συμπαθή μορφή με αγαθό χαμόγελο και μεγάλα μάτια που έλαμπαν». Ένας καλά αρματωμένος καπετάνιος που ωστόσο ο Ζέρβας απ τον τρόπο που ο Άρης τον χαιρέτισε απέκλεισε την πιθανότητα αυτός ο άνθρωπος να είναι μόνιμος Αξιωματικός. Ο Άρης πάλι απ την αρχή ήταν επιφυλακτικός και με το Ζέρβα και με την πρωτοβουλία των Άγγλων. Τους θεωρούσε πράκτορες που ναι μεν θα οργάνωναν ένα σαμποτάζ αλλά απώτερος σκοπός τους ήταν να διασπάσουν και να διαλύσουν το αντάρτικο εκ των έσω. Στη Βίνιανη συναντήθηκαν δύο διαφορετικοί κόσμοι που κατάφεραν να συνεργαστούν για μία και μοναδική φορά. Η αριθμητική υπεροχή του ΕΛΑΣ ήταν αναμφισβήτητη όπως και το γεγονός ότι τα τμήματα του ΕΛΑΣ ήταν σκληραγωγημένα, ήξεραν από ανταρτοπόλεμο και κυρίως είχαν εντυπωσιακή συνοχή και άξιο καπετάνιο.
Λίγες μέρες αργότερα πάρθηκε η μεγάλη απόφαση. Στόχος θα ήταν η γέφυρα του Γοργοποτάμου. Η ελληνική ιστορία λίγα 24ωρα αργότερα θα έβαζε το Γοργοπόταμο δίπλα στην Αλαμάνα και στις Θερμοπύλες. Ενώ οι Γερμανοί φύλαγαν όλες της στρατηγικής σημασίας γέφυρες, ο Γοργοπόταμος ήταν υπό την ευθύνη των Ιταλών και ο Άρης είχε ήδη δώσει πολλές μάχες με Ιταλούς. Ήξερε λοιπόν καλά όχι μόνο την περιοχή αλλά και τον αντίπαλο.
Ο Μάγιερς ζήτησε απ το Ζέρβα να γράψει τη διαταγή αφού ήταν στρατιωτικός και είχε τη συμπάθεια της Βρετανίας. Η διαταγή όμως απ το Ζέρβα δε δόθηκε ποτέ. Το σχέδιο επίθεσης διατυπώθηκε λοιπόν απ τον ίδιο τον Άρη ο οποίος το υπαγόρευσε στον Κωστούλα Αγραφιώτη. Μια ιστορική διαταγή με όλες τις λεπτομέρειες που διδασκόταν για πολλά χρόνια στη σχολή Ευελπίδων σαν υπόδειγμα διαταγής επιχείρησης. Εξήγησε το σχέδιο και μοίρασε τις αποστολές. Οδηγός των ανταρτών ήταν ένας βοσκός της περιοχής ο Σπύρος Τεμπέλης. Όλοι ήταν στις θέσεις τους. Οι Ιταλοί ήταν 120-130 περίπου και είχαν 3-4 πολυβολεία. Έτσι η πρώτη ομάδα κρούσεως θα εξουδετέρωνε τους Ιταλούς ώστε να μπορέσουν οι σαμποτέρ να τοποθετήσουν τα εκρηκτικά. Το νότιο βάθρο που είχε μεγαλύτερη φρουρά και πλήρη οχύρωση το ανέλαβε ο ΕΛΑΣ με αρχηγό τον Κωστούλα και το βόρειο ο ΕΔΕΣ με επικεφαλής τους ανθυπολοχαγούς Παπαχρήστου και Πετροπουλάκη. Την υπονόμευση ανέλαβαν άγγλοι σαμποτέρ υπό το Μάγιερς. Ως γενική εφεδρεία ορίστηκε ομάδα 30 Ελασιτών με αρχηγό το Νικηφόρο ο οποίος δυσαρεστήθηκε με την απόφαση του Άρη θεωρώντας ότι με την εφεδρεία τον θέτει εκτός μάχης. Λίγο αργότερα η απόφαση αυτή του Άρη θα έσωζε όλη την επιχείρηση.
Νύχτα, κρύο, χιονόνερο και ομίχλη που έδειχνε τη γέφυρα τεράστια, υποβλητική και απόκοσμη. Οι αντάρτες έπρεπε να καταστρέψουν τις ράγες και από τις δύο πλευρές ώστε να μην μπορέσουν να έρθουν ενισχύσεις. Όλοι ήταν στις θέσεις τους. 11.07 το βράδυ της 25ης Νοεμβρίου ακούστηκε ο πυροβολισμός, το σύνθημα για να ξεκινήσει η μάχη. Το νότιο φυλάκιο έπεσε σε λιγότερο από 20 λεπτά. Στο βόρειο φυλάκιο όμως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Η καθυστέρηση στο συρματόπλεγμα που δεν μπορούσαν να το κόψουν έδωσε το χρόνο στους Ιταλούς να αντιδράσουν. Όσο το φυλάκιο δεν έπεφτε οι σαμποτέρ δεν μπορούσαν να τοποθετήσουν τα εκρηκτικά. Ο φόβος της υποχώρησης άρα και της αποτυχίας της επιχείρησης ήταν ορατός. Και τότε δικαιώθηκε με τον καλύτερο τρόπο η απόφαση του Άρη να αφήσει το Νικηφόρο στην εφεδρεία. Έτσι Νικηφόρος, Θάνος, Περικλής, Πελοπίδας και η υπόλοιπη ομάδα εξολόθρευσαν τους Ιταλούς και το βόρειο φυλάκιο έπεφτε. Ενώ η μάχη συνεχιζόταν οι σαμποτέρ με εντολή του Μάγιερς άρχισαν να τοποθετούν τα εκρηκτικά. Όλα έδειχναν να βαίνουν καλώς αλλά τα βάθρα ήταν διαφορετικά στα σχέδια με αποτέλεσμα τα εκρηκτικά να μην ταιριάζουν με τους πυλώνες. Έπρεπε λοιπόν εκείνη τη δύσκολη στιγμή να γίνει τροποποίηση των εκρηκτικών ώστε να τοποθετηθούν στις δοκούς της γέφυρας. Όλα σε λίγα λεπτά ήταν έτοιμα.
Το σφύριγμα σύνθημα ακούστηκε. Οι αντάρτες φυλάχθηκαν και το μεγάλο μπαμ ήταν γεγονός. Ήταν 1.30 τη νύχτα. Ένας απίστευτος θόρυβος σα να άνοιγε η γη και να πεφταν τα βουνά. Ο Μάγιερς κατέβηκε στη χαράδρα και διαπίστωσε ότι είχε πέσει το ένα τόξο της γέφυρας. Αποφασίστηκε αμέσως ότι έπρεπε να γίνει και δεύτερη έκρηξη και να τοποθετηθούν εκρηκτικά και πάνω στις ράγες. Το τρένο πλησίαζε και όλα έπρεπε να γίνουν πολύ γρήγορα. Για δεύτερη φορά σε λίγα λεπτά ακούστηκαν τα διακεκομμένα σφυρίγματα. Το τρένο εμφανίστηκε. Ήταν 2.21. Η έκρηξη ήταν πολύ ισχυρότερη. Τα τόξα αυτή τη φορά καταστράφηκαν. Βρόντηξε ο Όλυμπος, η Γκιώνα, η Οίτη, το Βελούχι. Το τρομερό μπουμπουνητό, σαν κεραυνός που έσκιζε τη γη, ο λαός μας το κανε τραγούδι.
«Καπετάνιε τελειώσαμε» είπε ο Νικηφόρος. Τρεις πράσινες φωτοβολίδες φωτίζουν τον ουρανό. Οι σάλπιγγες δηλώνουν αποχώρηση. Η επιχείρηση έχει τελειώσει. Το γεφύρι γκρεμίστηκε και μαζί του γράφτηκε η πιο μεγάλη και η πιο ένδοξη σελίδα της Εθνικής Αντίστασης. Το γεφύρι αυτό κατάφερε να ενώσει τους Έλληνες για πρώτη και για τελευταία φορά αποδεικνύοντας ότι ο λαός μας άμα βάλει στην άκρη τις διαφορές του μπορεί να κάνει θαύματα. Οι αντάρτες έφυγαν με μηδαμινές απώλειες με προορισμό το Μαύρολιθάρι. Το κύμα της έκρηξης μπορεί να μην έφτασε στην Αφρική αφού η μάχη του Ελ Αλαμέιν είχε τελειώσει έφτασε όμως στην Ευρώπη κάνοντας τους Γερμανούς να καταλάβουν ότι στην Ελλάδα είχαν κάποιον να τους αντιμετωπίσει. Έτσι καθήλωσαν μεραρχίες που θα τους χρησίμευαν σε άλλα μέτωπα. Το πιο σημαντικό όλων όμως ήταν ότι ενίσχυσε το ηθικό των Ελλήνων και έβγαλε χιλιάδες στο βουνό. Ναι μπορούσαν οι Έλληνες να τα καταφέρουν. Η εξελίξεις βέβαια δε δικαίωσαν τις προσδοκίες επιβεβαιώντας τις αρχικές επιφυλάξεις του Άρη για την αγγλική αποστολή. Οι αντιστασιακές οργανώσεις άρχισαν λίγους μήνες αργότερα έναν αγώνα αλληλοεξόντωσης που με τη «βοήθεια» των συμμάχων θα οδηγούσε δύο χρόνια μετά στα Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο.
Μετά το Γοργόποταμο η ανακοίνωση στις εφημερίδες μιλούσε για συμμορία που ανατίναξε τη γέφυρα επικηρύσσοντας το Ζέρβα για 100.000.000 δρχ. Παράλληλα το BBC έκανε αναφορά στη σπουδαία προσφορά του Ζέρβα και των ανταρτών του. Ο ΕΛΑΣ και ο Άρης δεν υπήρχαν πουθενά και η παραχάραξη της ιστορίας ξεκινούσε το δικό της μεγάλο ταξίδι. Ο Γουντχάουζ θα παραδεχτεί το προφανές ότι: «Χωρίς Ζέρβα δε γινόταν αλλά χωρίς Άρη δεν πετύχαινε» ενώ ο Π. Κανελλόπουλος, ο πνευματικότερος ίσως ηγέτης της δεξιάς, θα πει: «Άντρες σαν τον Άρη Βελουχιώτη είναι ζήτημα να γεννιέται ένας κάθε 100 χρόνια». Οι Ιταλοί βέβαια δεν περιορίστηκαν στην επικήρυξη του Ζέρβα. Εκτέλεσαν και 16 αμάχους απ την Υπάτη. Τους επτά κάτω απ τα γκρεμισμένα τόξα της γέφυρας και τους υπόλοιπους στα Καστέλια της Παρνασσίδας. Τη χαρακτηριστική φωτογραφία της εκτέλεσης την τράβηξε ένας Ιταλός αξιωματικός που έδωσε το φίλμ για εμφάνιση στο φωτογράφο Κουτσοδόντη της Λαμίας. Ο φωτογράφος κατάλαβε την αξία της φωτογραφίας και κράτησε ένα αντίγραφο.
Γέφυρα
Το «παράσημο» στους πρωταγωνιστές του άθλου αυτού από το ελληνικό κράτος ήταν μια μήνυση για φθορά ξένης περιουσίας και ειλικρινά δεν ξέρουμε τι έκβαση θα μπορούσε να έχει αυτή η μήνυση αν δε δινόταν απ την κυβέρνηση Σοφούλη αμνηστεία.
Το 1962 γιορτάστηκε για πρώτη φορά από παλιούς αγωνιστές και των δύο πλευρών η επέτειος. Και πάλι οι δύο κόσμοι εκείνης της νύχτας βρέθηκαν ξανά μαζί είκοσι χρόνια μετά. Το 1964 την πρωτοβουλία πήρε η ίδια η κυβέρνηση. Η έκρηξη όμως μιας νάρκης ξεχασμένης απ΄τον πόλεμο άφησε πίσω της 13 νεκρούς, 51 τραυματίες και πολλές θεωρίες συνωμοσίας. Τα χρόνια πέρασαν και στη συνείδηση του κόσμου ο Γοργοπόταμος έγινε συνώνυμο της Εθνικής Αντίστασης. Έτσι η ελληνική κυβέρνηση το 1982 με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης καθιέρωσε ως επίσημη μέρα εορτασμού της κάθε χρόνο την 25η Νοεμβρίου μέρα της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου.

Γιάννης Ρίτσος: Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης

Αντάρτης της ποίησης που πάλευε το κακό, την ήττα και το θάνατο με όπλο τους στίχους του και σφαίρες τα κόκκινα γαρύφαλλα.


Ένας  Θουκυδίδης της ποίησης που έλιωσε μέσα στην υψικάμινο των στίχων του ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία δημιουργώντας ένα παλίμψηστο του νεοελληνικού πολιτισμού. Ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων διδάσκει ήθος και αξίες ζωής μετατρέποντας μνήμες και συναισθήματα κτήμα ες αει για τις επόμενες γενιές.  Αντάρτης της ποίησης που πάλευε το κακό, την ήττα και το θάνατο με όπλο τους στίχους του και σφαίρες τα κόκκινα γαρύφαλλα. Μεγάλος ιδεολόγος της ζωής που πίστευε ότι «μέσα στη φούχτα της αγάπης χωράει το σύμπαν». Ένα έργο γεμάτο διαχρονικά και επίκαιρα μηνύματα, στίχοι ψυχής απ την ψυχή του, ελπίδας απ την ελπίδα του. Πονεμένος ποιητής που αιχμαλώτιζε στιγμές γράφοντας «όχι για να ξεχωρίσει αλλά για να σμίξει τον κόσμο». Οι δυσκολίες της ζωής έβρισκαν καταφύγιο στο έργο του απλώνοντας το χέρι στον κάθε πονεμένο «Απ την πληγή μου κοίταξα του κόσμου την πληγή». Ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές ,εκεί που οι άλλοι λύγιζαν, έβγαζε μια ελπίδα «ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο». Αυτόπτης μάρτυρας της εποχής του και όλων των ιστορικών γεγονότων της νεότερης ιστορίας.  Μας σηκώνει «ψηλότερα» απ΄τη λήθη της ιστορίας.
Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης γεννήθηκε την Πρωτομαγια του 1909 στη μαγευτική Μονεμβασιά. Τόπος ευλογημένος απ τους θεούς. Μέρα σύμβολο αγώνων και θυσιών. Ήταν γραμμένο απ τη μοίρα ο άνθρωπος αυτός να συμβάλλει με την παρουσία του στους αγώνες, να τους υμνήσει, να θρηνήσει τους συντρόφους,  τους γνωστούς και άγνωστους αγωνιστές της ζωής. Η ιδεολογικά «αντίθετη πλευρά» δεν του συγχώρεσε ποτέ τη συμπόρευσή του με την Αριστερά. Ίσως γιατί οι αξίες και οι ιδέες που απηχούσε το έργο του θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα επικίνδυνο σπίρτο που θα βαζε φωτιά στη συμβατική ζωή. Τα πρώτα του ποιήματα  δημοσιεύονται στη «Διάπλαση των Παίδων» το 1924 όπου γράφει με το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα». Καθόλου τυχαία επίλογη όπως απέδειξε η ίδια του η ζωή.

Λένε  ότι όλα έχουν ένα σκοπό που γίνονται. Η φυματίωση που τον βασάνιζε ήταν η αφορμή  το 1927 να μπει στη «Σωτηρία» και να γνωρίσει από κοντά τη Μαρία Πολυδούρη και τον Άγγελο Σικελιανό που την επισκεπτόταν. Τότε θα αρχίσει να μελετά συστηματικά το μεγάλο Κώστα Βάρναλη και να έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με βασανισμένους και χτυπημένους απ τη ζωή αγωνιστές.  Το 1934 εμφανίζεται η πρώτη του επίσημη ποιητική συλλογή με τίτλο «Τρακτέρ». Τότε αρχίζει και η συνεργασία του με το Ριζοσπάστη και γίνεται μέλος του ΚΚΕ.
Από το 1936, χρονιά σταθμό, αρχίζει η μεγάλη πορεία με τις «ναυαρχίδες» του έργου του.  Πρωτομαγιά 1936 στη Θεσσαλονίκη η ματωμένη απεργία των καπνεργατών αφήνει πίσω της δώδεκα νεκρούς διαδηλωτές. Πρώτος νεκρός ο Τάσος Τούσης. Η μητέρα του γονατίζει πάνω στο νεκρό παιδί της και η σκηνή αποθανατίζεται στο φωτογραφικό φακό. Την επόμενη μέρα ο Ρίτσος  βλέπει δημοσιευμένη τη φωτογραφία στο Ριζοσπάστη και συγκλονισμένος αρχίζει με την πένα του το δικό του θρήνο στο χαμένο παιδί. Κλείστηκε στη σοφίτα της οδού Μεθώνης στα Εξάρχεια και συνέθεσε το δικό του «Επιτάφιο» στις ιδέες που έπεσαν νεκρές στην άσφαλτο. Το επόμενο πρωί τα τελευταία χειρόγραφα είχαν κοκκινήσει απ το αίμα του. Η φυματίωση έκανε καλά τη δουλειά της. Γενικός τίτλος της δημιουργίας αυτής «Μοιρολόι» που αρχίζει να δημοσιεύεται σταδιακά στο Ριζοσπάστη. 8 Ιουνίου 1936 κυκλοφορεί ο «Επιτάφιος» σε 10.000 αντίτυπα. Ενώ ετοιμαζόταν η δεύτερη έκδοση το μεταξικό καθεστώς κατέσχεσε τα 250 απούλητα αντίτυπα και όσα βρέθηκαν σε σπίτια διωκόμενων αριστερών.  Το σύνολο των «απαγορευμένων» βιβλίων κάηκε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Μόλις ο Ρίτσος το έμαθε είπε: «Δε θα μπορούσαν να μου κάνουν μεγαλύτερη τιμή». Ένα αντίτυπο του έργου θα σταλεί στο Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι αρκετά χρόνια αργότερα. Εκείνος βλέποντας το διαχρονικό έργο, επάξιο διάδοχο της αρχαίας τραγωδίας, αποφασίζει αμέσως να το μελοποιήσει και μπαίνει στο στούντιο το 1966. Εκεί λαμβάνει χώρα η πιο γοητευτική συνάντηση. Εκεί που η ιστορία συνάντησε την ποίηση και τη μουσική. Δίπλα στο Γιάννη Ρίτσο και στο Μίκη Θεοδωράκη ο μεγάλος Μάνος Χατζηδάκις.
Ο πόλεμος ξεσπάει. Το έπος της Εθνικής Αντίστασης δε θα τον αφήσει ασυγκίνητο. Προσχωρεί στο Μορφωτικό Τομέα του ΕΑΜ και αρθρογραφεί στον Παράνομο Τύπο της Κατοχής. Θα γράψει την «Κυρά των Αμπελιών» δένοντας μοναδικά την αρχαιότητα με τη διονυσιακή λατρεία και τα χριστιανικά γεγονότα με την πραγματική ζωή. Στον απόηχο και τη συναισθηματική φόρτιση της Κατοχής και της Αντίστασης θα γράψει το έργο που τον χαρακτηρίζει από δω και πέρα. Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης λοιπόν θα γράψει τη «Ρωμιοσύνη». Τη μεγαλύτερη τοιχογραφία, το σημαντικότερο ψηφιδωτό της Εθνικής Αντίστασης και της εποποιίας του ΔΣΕ. Το 1945 στα Τρίκαλα που θα βρεθεί θα γνωρίσει από κοντά τον Άρη Βελουχιώτη λίγους μήνες πριν το θάνατό του. Το «Υστερόγραφο της δόξας» είναι το δικό του αντίο στο μεγάλο αρχηγό. Το έργο θα μείνει αδημοσίευτο μέχρι τον Οκτώβριο του 1975.  Στα Δεκεμβριανά καταστρέφεται για δεύτερη φορά μέρος του έργου του. Αυτή τη φορά όχι από τις Αρχές αλλά απ το φόβο των ανθρώπων που τα είχε εμπιστευθεί.
Καμιά φωτιά όμως και καμιά δίωξη δε θα περιορίσουν την αστείρευτη δύναμη της ψυχής του. Γράφει τις «Γειτονιές του Κόσμου» βάζοντας μέσα απ τους στίχους, τους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας να μιλούν. Όλη η ηρωική πορεία της δεκαετίας του 40.  Στον Εμφύλιο συλλαμβάνεται και οδηγείται εξόριστος στο Κοντοπούλι της Λήμνου. Κανένας όμως δεν μπόρεσε να περιορίσει και να εξορίσει τις ιδέες του. Ζωγράφιζε, έκανε σκίτσα, ακουαρέλες,  που σώθηκαν κρυμμένα σ” ένα σακάκι που έστειλε στην αδερφή του. Εκεί θα γράψει το «Καπνισμένο Τσουκάλι» τη συγκλονιστική απεικόνιση των δύσκολων ημερών στην εξορία καθώς και δυο «Ημερολόγια εξορίας».  Ένα ποίημα κάθε μέρα. Όλη η αγωνία μέσα στους στίχους. Ύμνος στους αγώνες των βασανισμένων που πρέπει να δικαιωθούν.

Το 1949 μεταφέρεται στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Εκεί γράφει το  ποιήμα «Πάντα» του «Πέτρινου Χρόνου» περιγράφοντας τη φρικτή πραγματικότητα. Μια κραυγή απ τη Μακρόνησο ήταν ο «Πέτρινος Χρόνος». Κάθε μέρα και πιο σκληρά, πιο απάνθρωπα, πιο δύσκολα,  ωστόσο κάθε χτύπημα δυνάμωνε το ατσάλι της ψυχής του. Ίσως γιατί άμα μοιράζεσαι τα βάσανα μικραίνει το βάρος τους και σου δίνουν δύναμη. «Όλα τα μοιραστήκαμε σύντροφοι».Οι αλυσίδες δεν έδεσαν ποτέ την ψυχή του. «Αυτό το χαμόγελο κι αυτό τον ουρανό δεν μπορούν να μας τα πάρουν». Ζωγράφιζε όπου έβρισκε. Σε πέτρες, σε ξύλα. Οι συναγωνιστές του τα έκρυβαν σε μπουκάλια και τα έθαβαν. Ήταν το καλύτερο δώρο που του έδωσε μετά από χρόνια ο σύντροφος, συνεξόριστος, συναγωνιστής και φίλος Μάνος Κατράκης. Τα έργα του που τα θεωρούσε χαμένα.
Εντύπωση πάντως προκαλεί πως ό,τι γράφτηκε στη Μακρόνησο για τη Μακρόνησο γράφτηκε και έμεινε εκεί. Η Μακρόνησος δεν επανήλθε πότε στην ποίησή του.  Το 1951 θα μεταφερθεί στον Αη Στράτη. Ο Φαρσακίδης θα σχολιάσει το «νοικοκυρεμένο καλυβάκι του με την αψεγάδιαστη τάξη». Θα θαυμάσει την αυτοπειθαρχία αυτού του σκληροτράχηλου «δουλευτή» που πέρασε από εξορίες, βασανιστήρια και όμως συνεχίζει ακόμα να «ζωγραφίζει» με την πένα του. «Μόνες μας περγαμηνές τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος, Λέρος». Στον Άη Στράτη θα ολοκληρώσει τις «Γειτονιές του Κόσμου» και θα γράψει κι άλλα ποιήματα που μετά από πολλές περιπέτειες θα φτάσουν στο Βουκουρέστι και θα μεταφραστούν στα γαλλικά απ τη Μέλπω Αξιώτη. Είναι η πρώτη εμφάνιση μεταφρασμένου έργου του Ρίτσου σε αυτοτελή μορφή. Στον Άη Στράτη θα μάθει την είδηση του θανάτου του Νίκου Μπελογιάννη. Θα γράψει σαν ύστατο φόρο τιμής το ποιήμα «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο». Το ποίημα θα  αντιγραφεί σε τσιγαρόχαρτα απ τους συνεξόριστους συντρόφους του, θα φυγαδευτεί και θα εκδοθεί στη Ρουμανία. Η κατάσταση της υγείας του όμως θα χειροτερεύσει. Εκπρόσωποι του διεθνούς πνεύματος όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Πάμπλο Νερούντα και ο Λουί Αραγκόν θα πιέσουν το καθεστώς έτσι ώστε ο Ρίτσος να φύγει απ τον Άη Στράτη.
Επιστρέφει με δυο βαλίτσες με διπλό πάτο(!) που έκρυβε τις πολύτιμες μνήμες αποτυπωμένες στο χαρτί. Θα συνδεθεί με την ΕΔΑ και τότε θα αρχίσει τη συνεργασία με την Αυγή.  Απ τις 14-17 Ιουνίου του 1956 θα ολοκληρώσει τη Σονάτα του Σεληνόφωτος που θα του δώσει και το Α” Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Μια έκρηξη ήταν αυτό το έργο απ τα κατάβαθα της ψυχής του. Μια καταδίκη στον κόσμο του «φαίνεσθαι» και συγχρόνως μια κατάδυση στον κόσμο του «είναι».  Τώρα πια ξέρει καλά ότι «καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, στη δόξα και στο θάνατο». Ένας απολογισμός ζωής σα μονόλογος αρχαίας τραγωδίας. «Την πρώτη και τη τελευταία λέξη την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση. Όλη τη σιωπή θα την πει η ποίηση.» Και η σιωπή της ποίησης του Ρίτσου κραύγαζε για όσους μπορούσαν να την ακούσουν. Το 1965 γράφει ένα ποίημα φόρο τιμής στον αδικοχαμένο Σωτήρη Πέτρουλα.
Ταξίδι σταθμός στη ζωή του η Κούβα το 1966 τη στιγμή που στην Ελλάδα κυκλοφορούσε μελοποιημένη η Ρωμιοσύνη.  Λίγους μήνες αργότερα η στρατιωτική δικτατορία θα τον συλλάβει ξανά ενώ τα βιβλία του θα συμπεριληφθούν στη λίστα με τα «απαγορευμένα.» Οδηγείται στη Γυάρο αυτή τη φορά μαζί με χιλιάδες άλλους αγωνιστές . Ίσως ένα περίεργο στοίχημα της μοίρας να επισκεφθεί όλους τους τόπους εξορίας.  Όταν η Γυάρος κλείσει θα τον στείλουν στο Παρθένι της Λέρου απ όπου λόγω υγείας θα μεταφερθεί στον Άγιο Σάββα κι από κει σε κατ” οίκον περιορισμό στη Σάμο.  Από κεί θα στείλει κρυφά στο Μίκη Θεοδωράκη τα «Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας». Η δική του πινελιά στον αγώνα ενάντια στη δικτατορία.  Παρών και στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Απ τις 16-22 Νοεμβρίου θα γράψει το «Ημερολόγιο μιας βδομάδας» και θα ξεκινήσει την «Πύλη» το «χτίσιμο» πέτρα πέτρα της Πύλης του Πολυτεχνείου. Θα γράψει όμως και για τους φίλους που είναι μακριά. Για τον Αλιέντε και το Νερούντα μετά την εισβολή της στρατιωτικής δικατορίας στη Χιλή, για τους αγωνιστές της Ισπανίας που εκτέλεσε ο Φράνκο.  Παρών όμως και στα γεγονότα της Κύπρου. Ένας θρηνητικός ύμνος από κείνον για την τούρκικη εισβολή.  Και λίγο αργότερα ένα δοξαστικό ελεγείο και για τον Αλέκο Παναγούλη.
Αριστερός με την καθαρή έννοια του όρου που σήμαινε ήθος και αξίες. Πολλές οι βραβεύσεις του, κορυφαία τα βραβεία του,  όπως το βραβείο Λένιν, επίτιμος διδάκτορας στα σπουδαιότερα  πανεπιστήμια. Το μεγαλύτερο βραβείο που πήρε όμως ήταν η αγάπη του κόσμου και η διαχρονικότητα του έργου του.  Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης που ύμνησε τους κοινωνικούς αγώνες, την Ελλάδα, την ιστορία, τον άνθρωπο και την ψυχή του έφυγε στις 11 Νοεμβρίου 1990 αφού σφράγισε με «χρυσόβουλο» τη νεότερη ιστορία με την παρουσία του.

Τα γελαστά παιδιά

Το Γελαστό παιδί του ποιήματος ήταν ο Michael Collins, ένας απ τους μεγαλύτερους επαναστάτες αρχηγούς του ιρλανδικού απελευθερωτικού κινήματος.
Tελείωσα το σχολείο πιστεύοντας ότι το Γελαστό Παιδί του Μίκη Θεοδωράκη ήταν ένα τραγούδι αφιερωμένο σε κάποιο απ τα γελαστά παιδιά που σκοτώθηκαν στο Πολυτεχνείο το Νοέμβρη του 1973. Ίσως γιατί συνδέεται με ένα άλλο τραγούδι. «Ήταν 18 Νοέμβρη…». Έτσι ξεκινούσε. 18 Νοεμβρίου του 1973 σκοτώθηκε ο 20χρονος Μιχάλης Μυρογιάννης με μια σφαίρα στο κεφάλι αποτέλεσμα της…δεξιότητας γνωστού συνταγματάρχη. Τότε αναρωτιόμουν αν το τραγούδι αναφέρεται εκεί ή στο γεγονός ότι στις 18 Νοεμβρίου καταλάβαμε τι έγινε στις 17. Ωστόσο και πάλι αυτό το «πρωί τ” Αυγούστου» με μπέρδευε. Πράγματι. Το τραγούδι αυτό μπορεί να συνόδευε τις σχολικές μας γιορτές του Πολυτεχνείου ήταν όμως παράλληλα και το επαναστατικό μουσικό χαλί μιας σκληρής εποχής. Ύμνος των επαναστατών όλου του κόσμου, φόρος τιμής όμως και για τα δικά μας γελαστά παιδιά, αλλά… δεν ήταν τραγούδι δικό μας.

Ήταν ένα ποίημα ενός Ιρλανδού ποιητή του Brendan Beham που μεταφράστηκε απ το Βασίλη Ρώτα και μελοποιήθηκε απ το Μίκη Θεοδωράκη τον Οκτώβριο του 1961 για τις ανάγκες του έργου «Ένας Όμηρος». Όμως τα τέσσερα τραγούδια του δίσκου έπεσαν στη λογοκρισία της εποχής, οι στίχοι απορρίφθηκαν και ο Θεοδωράκης απλά αρχικά τα κατέγραψε με τη δική του φωνή παίζοντας ο ίδιος τη μουσική στο πιάνο.  Ηχογραφήθηκε επίσημα για πρώτη φορά με ερμηνεύτρια τη Ντόρα Γιαννακοπούλου αλλά έγινε ευρύτατα γνωστό με την ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη το 1966. Ωστόσο κυκλοφόρησε λόγω δικτατορίας επτά χρόνια μετά.
O ποιητής εμπνεύστηκε απ τον απελευθερωτικό αγώνα του ιρλανδικού λαού κατά των Βρετανών. Μετά από 700 χρόνια κατοχής η Ιρλανδία απέκτησε την αυτονομία της και οι Βρετανοί κράτησαν το 1/6 του εδάφους, που ήταν όμως και το πιο πλούσιο. Έτσι ο αγώνας συνεχίστηκε οδηγώντας σε έναν αιματηρό εμφύλιο.

Το Γελαστό παιδί του ποιήματος ήταν ο Michael Collins, ένας απ τους μεγαλύτερους επαναστάτες αρχηγούς του ιρλανδικού απελευθερωτικού κινήματος, η ψυχή του αντάρτικου πόλης και ένας απ τους μεγαλύτερους θεωρητικούς του ανταρτοπολέμου.  Ήταν ο άνθρωπος που έκανε την Ιρλανδία κράτος. Μετά την αγγλοϊρλανδική συνθήκη ο IRA διχάστηκε σ” αυτούς που ήταν υπέρ της συνθήκης και σ” αυτούς που ήταν κατά. Οι πρώτοι ήταν με τον Εθνικό Στρατό και οι δεύτεροι με τους Ατάκτους υπό τον Ντε Βαλέρα. Λένε πως όταν πέφτει ένας ήρωας γεννιέται ένας λαός. Κάπως έτσι έγινε και στην Ιρλανδία. Ο ηγέτης του στρατιωτικού σκέλους του απελευθερωτικού κινήματος Michael Collins που προσπάθησε να μη χυθεί αίμα αδερφικό πέφτει νεκρός από βόλι αδερφικό στις 22 Αυγούστου 1922. Δεν έπεσε από βόλι Εγγλέζου, από βόλι εχθρού.
Ένα ποίημα φόρος τιμής απ τον ποιητή Brendan Beham στον αδικοχαμένο φίλο του. Τίτλος «το Γελαστό Παιδί» έτσι όπως τον αποκαλούσε η μητέρα του ποιητή. Το Γελαστό παιδί ήταν θύμα ενός ακόμα εμφυλίου. Ίσως γι αυτό μέσα από  κείνο το παιδί βλέπουμε τα δικά μας γελαστά παιδιά που χάθηκαν από ντόπιους και ξένους εχθρούς.
Οι αρχικοί στίχοι του 1961 ήταν ξεκάθαροι «σκοτώσαν οι δικοί μας» το Γελαστό Παιδί. Και ναι αυτό θυμίζει το Θανάση Βέγγο στην ταινία «Ψυχή Βαθιά» με την κορυφαία ίσως ατάκα της ταινίας «Έλληνες να ντουφεκάνε Έλληνες;».
Ο Εμφύλιος δεν έχει πατρίδα, ούτε ο πόλεμος έχει. Απλά ο εμφύλιος είναι η πιο αισχρή μορφή του. Στη Μαγική Πόλη, στη θεατρική παράσταση που ανέβηκε το 1962,  «οι δικοί μας» έγιναν «εχθροί». Πλέον τα λόγια ήταν: «Σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί». Όσο κι αν το αίμα είναι αδερφικό η άλλη πλευρά είναι πάντα εχθρός. Και ο φονιάς του κάθε γελαστού παιδιού είναι φονιάς σε όποια πλευρά κι αν ανήκει. Στις συναυλίες μετά την πτώση της Χούντας οι «εχθροί»  ονομάστηκαν «φασίστες». Πλέον ανοιχτά και καθαρά οι στίχοι έλεγαν «σκοτώσαν οι φασίστες το Γελαστό Παιδί».  Κάπως έτσι δεν ανοίγει ο κύκλος του αίματος σε κάθε εποχή; Έτσι το τραγούδι αυτό έγινε και δικό μας τραγούδι. Ίσως γιατί έχει μια συγκλονιστική διαχρονικότητα. Ίσως γιατί η επαναστατική του μουσική σε οδηγεί σε άλλα μονοπάτια. Ίσως γιατί σα χώρα είχαμε πολλά γελαστά παιδιά, γνωστά  ή άγνωστα τα περισσότερα που χάθηκαν άδικα.
Θα μπορούσε το τραγούδι να μιλάει για το Γρηγόρη Λαμπράκη, το βουλευτή της ΕΔΑ, τον αγωνιστή της δημοκρατίας που σκοτώθηκε από παρακρατικούς στις 27 Μαίου 1963. Άτυπα τη δεκαετία του 60  το Γελαστό Παιδί αποτέλεσε  ύμνο της ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων. Ίσως γιατί και ο Κώστας Γαβράς το χρησιμοποίησε στο «Ζ». Ένας ύμνος των αγώνων για τη δημοκρατία. Μπορεί όμως το γελαστό παιδί να ήταν ο Χάρης του 1944 του Μανώλη Αναγνωστάκη, το παιδί με τη φυσαρμόνικα του Νικηφόρου Βρετάκου, ο  Διομήδης Κομνηνός το πρώτο θύμα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.  Μπορεί να ήταν ο 14χρονος Ανδρέας Λυκουρίνος. Το «μωρό απ” το Κουκάκι» που αφόπλισε τον τσολιά με το ψεύτικο πιστολάκι του και οδηγήθηκε στο απόσπασμα με το μαθητικό του πηλίκιο και τα παπουτσάκια νούμερο 32. Ο Ανδρέας που σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του για να τον βρει η σφαίρα και να μην αστοχήσουν οι φονιάδες. Θα μπορούσε να είναι το κάθε αετόπουλο της Κατοχής, ο κάθε επονίτης, ο κάθε επαναστάτης με ή χωρίς αίτια. Θα μπορούσε να είναι  Νίκος Τζημόπουλος, το γελαστό παιδί της ΕΠΟΝ Κατσιποδίου που η αραβίδα ήταν πιο μακριά απ τον ίδιο, ο Κώστας Ρέπας ο εξαίρετος βιολονίστας  που με το πάθος του κράτησε ψηλά τη σημαία της σπουδάζουσας. Θα μπορούσε να είναι ο Νίκος Καμβύσης, ο φλογερός ρήτορας της Νομικής, με το γέλιο και το τραγούδι, οργανωτής των αξέχαστων φοιτητικών εκδρομών του καλοκαιριού του 1942 που μετατρέπονταν σε σπουδαίες αντιστασιακές εκδηλώσεις. Ίσως να ήταν ο Δημήτρης ο Τζέμος που γύρισε ανάπηρος απ το αλβανικό μέτωπο αλλά με μεγαλύτερη δύναμη ψυχής από ποτέ. Με το γέλιο, το τραγούδι και την κιθάρα στο χέρι τον θυμούνται ακόμα. Ήταν ο πρώτος δολοφονημένος φοιτητής της γερμανικής κατοχής. Θα μπορούσε να είναι ο Κώστας Μπερντέσης, ο «Αλέκος» της Καισαριανής που μέσα στη φωτιά του αγώνα ξεσήκωνε τον κόσμο με τραγούδια και χωνιά και οργάνωσε μεταξύ άλλων και τον αγώνα της νεολαίας για τα συσσίτια.  Ίσως να ήταν ο «Αχιλλέας» κατά κόσμον Περίανδρος Τρουλλινός που πάλευε σαν μαθητής του 5ου Γυμνασίου ν” ανοίξει το σχολείο του και στις Καρούτες τον βρήκε σ” ένα σχολείο ένα βόλι κατευθείαν στην καρδιά. Θα μπορούσε να είναι ο Νείλος ο Μαστραντώνης, ο «Κλέαρχος» της ΕΠΟΝ, που αν η σφαίρα είχε λογική δε θα κατέστρεφε ποτέ μια τέτοια ιδιοφυία. Δε θα σταματούσε ποτέ αυτό το χαμόγελο. Ο Θώμης ο Χατζηθωμάς που έπεσε στη μεγάλη διαδήλωση του Ιουλίου του 1943. Εκείνη η σφαίρα στέρησε από την Ελλάδα ένα μεγάλο συνθέτη και ένα θαυμάσιο άνθρωπο. Ναι άνετα θα μπορούσε να είναι ο Εδμόνδος Τορόν, ο εβραϊκής καταγωγής επονίτης που έπεσε στη μεγάλη διαδήλωση του Μαρτίου του 1943 για τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης. Όσοι τον γνώρισαν πρώτα μιλάνε για το χαμόγελό του και μετά για τη δύναμη της ψυχής του. Θα μπορούσε να είναι ο Στράτος Δημόπουλος, ο «Λέοντας» της ΕΠΟΝ, ο Λέοντας του Πανεπιστημίου που τα λόγια του θύμιζαν καλοζυγιασμένες σφαίρες. Τον πυροβόλησαν μέσα στο πανεπιστήμιο μπροστά στον έντρομο πρύτανη. Η σφαίρα όμως είχε αντίθετη άποψη. Τον χτύπησαν άσχημα. Εκείνος όλη νύχτα τραγουδούσε. Έτσι τραγουδώντας αντιμετώπισε το απόσπασμα. Πόσοι δεν το έκαναν αυτό; Πόσοι δεν αντιμετώπισαν το θάνατο με δύναμη ψυχής και χαμόγελο; Πόσοι δεν κοίταξαν στα μάτια τους φονιάδες τους; Θα μπορούσε να είναι ο Στέλιος ο Καρδάρας, ο 18χρονος ομαδάρχης της ΟΠΛΑ που ξεκίνησε την αντιστασιακή του δράση σαν σαλταδόρος. Ο μικρός θεούλης της φτωχολογιάς που έκλεβε τρόφιμα απ τους Γερμανούς και τα μοίραζε στον κόσμο. Ένας απ τους ηρωικότερους σαμποτέρ της Εθνικής Αντίστασης. Το γελαστό παιδί θα μπορούσε να είναι ο Στέφανος Βελδεμίρης, ο νεολαίος αγωνιστής του αριστερού κινήματος που ακόμα κι ο Ρίτσος στην «Ωδή» που έγραψε μιλούσε συγκλονισμένος για τη δολοφονία του γελαστού οραματιστή. Ήθελε να δαμάσει τη ζωή έλεγε. Σκοτώθηκε από δυο σφαίρες που τρύπησαν το πίσω τζάμι απ το ταξί που βρισκόταν την ώρα που μοίραζε προκηρύξεις για να αντισταθεί ο λαός στις εκλογές βίας και νοθείας του 1961. Το Γελαστό παιδί δεν θα μπορούσε να είναι ο Σωτήρης Πέτρουλας, ο γενναίος Μανιάτης απ τον Κολωνό που εξελίχθηκε σε μεγάλο αγωνιστή-σύμβολο κι έγινε κι εκείνος τραγούδι; Θα μπορούσε. Σαν το Σολωμό στην Κύπρο που έπεσε από μια σφαίρα στην προσπάθειά του να υποστείλει την τούρκικη σημαία. Με το τσιγάρο στα χείλη, με το χαμόγελο μπροστά στο θάνατο. Σύμβολα όλοι ηρωισμού και γενναιότητας. Χιλιάδες παιδιά που κοίταξαν στα μάτια το θάνατο. Ύμνος για όλα τα αυτά τα παιδιά.
Κατηγορήθηκε η Αριστερά ότι οικειοποιήθηκε αυτό το τραγούδι. Ίσως γιατί πολλά γελαστά παιδιά ανήκαν στην Αριστερά ή μάλλον και στην Αριστερά. Τη μνήμη δεν την οικειοποιείται κανείς όμως. Οι συνειρμοί πάντα γίνονται κι έτσι κάθε παιδί που σκοτώνεται άδικα μας φέρνει στο μυαλό αυτούς τους στίχους. Πολλοί οι ήρωες σ” αυτό τον τόπο που αντιμετώπισαν το θάνατο με χαμόγελο. Όλα εκείνα τα παιδιά που δεν ξεκίνησαν για να γίνουν ήρωες. Έδωσαν απλά το παρόν στο προσκλητήριο της συνείδησής τους. Στάθηκαν όρθιοι μπροστά στους φονιάδες τους και πότισαν με το αίμα τους αυτή τη γη. Τι νόημα έχει αν σκοτώθηκαν μέσα ή έξω απ την πύλη του Πολυτεχνείου, αν σκοτώθηκαν από χέρι «αδερφικό» ή από χέρι «εχθρικό», αν σκοτώθηκαν στη μάχη ή από προδοσία.  Όποιος σκοτώνει χαμόγελα και όνειρα είναι απλά ΦΟΝΙΑΣ.

Μονοδέντρι Λακωνίας

«Για κάθε Γερμανό στρατιώτη νεκρό θα εκτελούνται 50 ή 100 Έλληνες ανάλογα με το βαθμό του Γερμανού.» Μονοδένδρι Λακωνίας, 26η Νοεμβρίου 1943..
0369
«Για κάθε Γερμανό στρατιώτη νεκρό θα εκτελούνται 50 ή 100 Έλληνες ανάλογα με το βαθμό του Γερμανού.» Έτσι έλεγε η διαταγή. Κάπως έτσι στις 26 Νοεμβρίου του 1943 οι Γερμανοί έστησαν 118 Σπαρτιάτες στον τοίχο ανήμερα της γιορτής του Οσίου Νίκωνα, προστάτη Αγίου της Λακωνίας.
Ανάμεσά τους ήταν οι καλύτεροι επιστήμονες της Σπάρτης αλλά και πολλά παιδιά. Ήταν γιατροί, δικηγόροι, δημοσιογράφοι και άλλες ειδικότητες που θα μπορούσαν λόγω των γνώσεων τους να επηρεάζουν με  τις ιδέες τους. Άρα τα αντίποινα ήταν μια πολύ καλή πρόφαση. Γι αυτό Γερμανοί και ντόπιοι συνεργάτες τους, γνωστοί στη Σπάρτη σαν ομάδες Βρεττάκου, υπέδειξαν συνολικά 450 ανθρώπους που τους συνέλαβαν στις 23 Οκτωβρίου 1943 και τους μετέφεραν στις φυλακές της Τρίπολης. Εκτός απ” τους μασκοφορεμένους προδότες σπουδαίο ρόλο στη σύλληψή τους έπαιξε και το  Φρουραρχείο της Σπάρτης.
Την ανάμειξη του Φρουραρχείου αποκάλυψε σε συγγενείς ο ίδιος ο διοικητής της Γκεστάπο Τριπόλεως, ταγματάρχης Μπόσελ. Είπε την παραμονή της εκτέλεσης: «Έχετε πολλούς εχθρούς. Οι κατηγορίες και οι αποκαλύψεις, που μας έδωσε το Ελληνικό Φρουραρχείο Σπάρτης είναι σοβαρές. Οι δικοί σας δεν πρόκειται να βγουν. Μην ελπίζετε».  Από αυτούς επέλεξαν 118 άτομα και τα οδήγησαν στο Μονοδένδρι. Για αντίποινα είπαν. Ανάμεσα στους 118 ήταν και ανήλικα παιδιά και  αρκετά αδέρφια. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν τέσσερα αδέρφια, οι αδελφοί Τζιβανόπουλοι.
Οι  δωσίλογοι έβαλαν τη μάνα των τεσσάρων παιδιών στο φοβερό δίλημμα να διαλέξει ποιο από τα 4 παιδιά της θα γλίτωνε την εκτέλεση. Μη μπορώντας να διαλέξει δεν διάλεξε κανένα, αλλά σάλεψε το μυαλό της και για καιρό γύρναγε απελπισμένη στον τόπο της εκτέλεσης των τεσσάρων παιδιών της. Όλες οι οικογένειες είχαν νεκρούς, όλες θρήνησαν. Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο γιατρός Χρήστος Καρβούνης που είχε σπουδάσει στη Γερμανία και στην κλινική του έβρισκαν όλοι περίθαλψη. Ακόμα και Γερμανοί…Έδινε ζωή απ τη ζωή του έλεγαν. Γιατρός που χρησιμοποιούσε την Ιατρική σαν λειτούργημα και όχι σαν επάγγελμα.
Ο Γερμανός επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος, που λέγεται ότι ήταν συμφοιτητής του Καρβούνη στη Γερμανία, ήξερε την προσωπικότητα και την κοινωνική προβολή του γιατρού και του πρότεινε να τον εξαιρέσει από την εκτέλεση. «Εδώ στη Σπάρτη  υπάρχει ένας αρχαίος νόμος που λέει ή όλοι ή κανένας» απάντησε ο γιατρός. Οι μελλοθάνατοι ξεσπούν. «Εσύ να ζήσεις χρειάζεσαι άκομα». Οι Γερμανοί επέμεναν  αλλά εκείνος δεν άκουγε. Τους φώναξε στη γλώσσα τους ότι ντρεπόταν που σπατάλησε οκτώ χρόνια για σπουδές στον τόπο τους. Ο Γερμανός θύμωσε, κοκκίνισε και με όλη τη δύναμή του τον χτύπησε με το κοντάκι του όπλου του στο μπράτσο τόσο δυνατά που του το σπασε. Ο γιατρός συνέχισε λέγοντας: «Θα ήταν ατιμία οι 117 να μείνουν εδώ και ο ένας να δει λιποτάχτη τον εαυτό του 118 φορές» και μπήκε μπροστά. Ακολούθησε κι εκείνος το δρόμο που χάραξαν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες…
Η ελληνική πολιτεία πέρσι πήρε την απόφαση  το διώροφο και σπουδαίας αρχιτεκτονικής και ιστορικής αξίας κτίριο, στην γωνία Κων/νου Παλαιολόγου  και Όθωνος Αμαλίας που στέγαζε την  κλινική και το σπίτι του Χρήστου Καρβούνη με το χαρακτηριστικό χειρουργείο που έδωσε ζωή σε τόσους ανθρώπους να κατεδαφιστεί.  Έτσι τιμά η ελληνική πολιτεία κτήρια που θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεώτεροι την ιστορία του τόπου τους αλλά και τους ανθρώπους που μπήκαν μπροστά στη σφαίρα ενώ τους δόθηκε η ευκαιρία να ζήσουν.-

Δολοφονική επιχείρηση εναντίον των αναπήρων

Πάνω από 250.000 άνθρωποι εξοντώθηκαν ή έγιναν πειραματόζωα στα χέρια των παρανοϊκών. Η διαφορά τους με τους ανάπηρους της Αθήνας ήταν ότι οι δεύτεροι αφού έκαναν το χρέος τους στα βουνά της Αλβανίας είχαν και έντονη αντιστασιακή δράση στην πρωτεύουσα.

Το μίσος των Ναζί για τους ανάπηρους και τους ψυχικά άρρωστους ήταν γνωστό. «Μόλυναν» την αρεία φυλή τους. Πάνω από 250.000 άνθρωποι εξοντώθηκαν ή έγιναν πειραματόζωα στα χέρια των παρανοϊκών. Η διαφορά τους με τους ανάπηρους της Αθήνας ήταν ότι οι δεύτεροι αφού έκαναν το χρέος τους στα βουνά της Αλβανίας είχαν και έντονη αντιστασιακή δράση στην πρωτεύουσα. Κι αυτό ήταν κάτι που εξόργιζε περισσότερο. Στα 19 νοσοκομεία της Αθήνας νοσηλεύονταν περίπου 15.000 ανάπηροι, καθώς και άνθρωποι που δεν μπορούσαν λόγω των τραυμάτων τους να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Αρχικά το αναπηρικό κίνημα ήταν αυθόρμητο. Με την ίδρυση του  ΕΑΜ όμως τα πράγματα άλλαξαν. Οι ανάπηροι οργανώθηκαν μαζικά στο ΕΑΜ, συμμετείχαν, όσοι είχαν τη δυνατότητα, στις μεγάλες διαδηλώσεις,  πρωτοστάτησαν στις εκδηλώσεις της πρώτης επετείου του ΟΧΙ τον  Οκτώβριο του 1941 και κατέθεσαν στεφάνι μαζί με τους φοιτητές. Στα νοσοκομεία ήταν οργανωμένοι ανά πεντάδες και υπήρχε καταμερισμός αρμοδιοτήτων. Οργάνωναν μαθήματα επιμορφωτικά ενώ πριν από κάθε διαδήλωση γινόταν ομιλία προετοιμασίας. Παράλληλα οργανώθηκαν νοσοκομειακές επιτροπές που διεκδικούσαν ιατρική περίθαλψη και καλή διατροφή. Οι επιτροπές αυτές υπάγονταν στην Παννοσοκομειακή επιτροπή με πρόεδρο το λογοτέχνη Θέμο Κορνάρο. Οι επιτροπές πήραν στα χέρια τους τη διαχείριση τροφίμων και φαρμάκων απ τους συνεργάτες του καθεστώτος που τα χρησιμοποιούσαν στη μαύρη αγορά.
Παράλληλα τα νοσοκομεία χρησιμοποιήθηκαν ως κάλυψη για συνεδριάσεις της ΟΠΛΑ και της Λαϊκής Πολιτοφυλακής, ενώ γινόταν και διακίνηση παράνομου τύπου. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας συγκέντρωναν και όπλα των Ιταλών απ” τα στρατόπεδα που ήταν κοντά στα νοσοκομεία.  Έτσι λοιπόν τα φρούρια της Αντίστασης, οι «σφηκοφωλιές του κομμουνισμού», όπως τα αποκαλούσαν οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους αποτέλεσαν φωτιές αντίστασης που έπρεπε να σβήσουν. Αρχικά έγινε μια σκέψη να συγκεντρώσουν τους ανάπηρους στα Μέθανα, δήθεν για λουτροθεραπείες ώστε να τους απομακρύνουν απ την Αθήνα. Τα κίνητρα πίσω απ αυτή την απόφαση ήταν ορατά έτσι η λύση αυτή ματαιώθηκε. Αποφασίστηκε λοιπόν να γίνει κάτι πιο δραστικό.
26 Νοεμβρίου 1943 συνέλαβαν 19 παρασημοφορημένους ήρωες του Αλβανικού μετώπου και αφού τους πέρασαν από «εικονικό στρατοδικείο» τους εκτέλεσαν την επόμενη μέρα στο Γουδί, δεμένους σε καρέκλες αφού τους είχαν καταστρέψει νάρθηκες και πατερίτσες. Τη διαταγή της εκτέλεσης υπέγραψε ο ίδιος ο Σιμάνα. Ανάμεσα στους 19 αγωνιστές ήταν και ο Διονύσιος Γονατάς που είχε χάσει τα δυο του πόδια στην Αλβανία. Αφού του πήραν τα ξύλινα πόδια τον έδεσαν σ΄ένα πάσαλο για να τον εκτελέσουν.  Η μανία τους όμως δε σταμάτησε εκεί. Δυο μέρες μετά ξημερώνοντας 30 Νοεμβρίου μετά τις 2 τη νύχτα ταγματασφαλίτες, γερμανοτσολιάδες, ομάδες της Ειδικής Ασφάλειας αλλά και Γερμανοί περικύκλωσαν τα νοσοκομεία υπό το βλέμμα του Φον Στρόουπ που στεκόταν σ” ένα αυτοκίνητο ικανοποιημένος με την επιχείρηση που εξελισσόταν μπροστά στα μάτια του. Μπήκαν στους θαλάμους βρίζοντας και χτυπώντας ακρωτηριασμένους, παραπληγικούς, ανθρώπους που δεν μπορούσαν να κινηθούν. Άλλους τους πέταγαν απ τα κρεβάτια τους, άλλους τους έσπαγαν τα τεχνητά μέλη και τους χτυπούσαν μ” αυτά, άλλους τους έσερναν στους διαδρόμους απαγορεύοντας στις νοσοκόμες να τους βοηθήσουν.

Ο ΕΛΑΣ Αθήνας δεν ήταν ακόμα σε θέση να υπερασπίσει τα νοσοκομεία. Μόνο μια ομάδα με επικεφαλής το Στέφανο Γκιουζέλη, ανώτατο στέλεχος της ΚΟΑ και μετέπειτα υποστράτηγο του ΔΣΕ προσπάθησε να χτυπήσει με οπλοπολυβόλο τους γερμανοτσολιάδες χωρίς όμως να καταφέρει κάτι. Συνέλαβαν περίππου 1700 άτομα που οδηγήθηκαν στις φυλακές Χατζηκώστα και στο 8ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο στο Βαρβάκειο. Άλλοι κρατήθηκαν στις φυλακές, άλλοι οδηγήθηκαν στο Χαιδάρι και εκτελέστηκαν κι άλλοι πήραν το δρόμο για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας ενώ 500 βαριά ανάπηροι παρέμειναν στο Βαρβάκειο. Συνολικά απ την επιχείρηση εκκαθάρισης των νοσοκομείων εκτελέστηκαν 283 ανάπηροι.  Και ο κύκλος του αίματος άρχιζε με ένα άλλο πιο μαζικό και πιο απάνθρωπο πρόσωπο. Επιθέσεις, ολοκαυτώματα, μπλόκα, και τραγωδίες…

Καλάβρυτα ώρα μηδέν

Πλατεία Καλαβρύτων. Στη μέση η εκκλησία με το ρολόι να είναι εδώ και 70 χρόνια σταματημένο στις 14.34 μ.μ. Κοιτάς το λόφο. Ένας πελώριος σταυρός με μια ημερομηνία χαραγμένη. 13-12-1943.
Πλατεία Καλαβρύτων. Στη μέση η εκκλησία με το ρολόι να είναι εδώ και 70 χρόνια σταματημένο στις 14.34 μ.μ. Κοιτάς το λόφο. Ένας πελώριος σταυρός με μια ημερομηνία χαραγμένη. 13-12-1943. Η εικόνα γίνεται ασπρόμαυρη ξαφνικά κι εσύ γυρνάς 70 χρόνια πίσω.
Φθινόπωρο του 1943. Ένας λόχος της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών  πέφτει σε ενέδρα κοντά στο χωριό Κερπινή. Οι απώλειες είναι τεράστιες, 81 οπλίτες αιχμαλωτίζονται και πολλοί εκτελούνται.  Ήταν η καλύτερη αφορμή για τη διοίκηση της 117ης Μεραρχίας και το στρατηγό Καρλ Φον Λε Σουίρ προσωπικά(απογόνου αξιωματικού του Όθωνα) που ήθελε να εκκαθαρίσει την Β. Πελοπόννησο απ τους «συμμορίτες». Αυτό αποδεικνύει ότι η απόφαση για τα Καλάβρυτα ήταν καθαρά στρατιωτική άσχετα αν θεωρήθηκε ως αντίποινα για τη μάχη της Κερπινής και τη συντριπτική ήττα του λόχου.
Τα Καλάβρυτα ήταν το ορμητήριο του ΕΛΑΣ στη Β. Πελοπόννησο και η κυριότερη βάση των ανταρτών. Στόχος λοιπόν ήταν να βρεθεί μια καλή αφορμή ώστε τα Καλάβρυτα να χτυπηθούν.  Έτσι με πρόφαση την εξεύρεση των αιχμαλώτων  και την τιμωρία των ανταρτών ξεκίνησαν την πορεία τους προς τα Καλάβρυτα σπέρνοντας  το θάνατο και την καταστροφή. Όταν έφτασαν ο Εμπερσμπέργκερ έδωσε μάλιστα και το λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι δε θα πείραζαν κανέναν. Και έφτασε η μαύρη εκείνη Δευτέρα. Οι καμπάνες χτυπούσαν έντονα και οι Γερμανοί αξιωματικοί διέταξαν τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στην πλατεία. Γυναικόπαιδα και 9 γέροντες τους έκλεισαν στο σχολείο ενώ τους περίππου 500 άνδρες άνω των 14 ετών, τους οδήγησαν σε φάλαγγες στη Ράχη του Καπή.
Ήταν «ιδανικό» το μέρος γιατί το έδαφος ήταν επικλινές, το σχήμα αμφιθεατρικό και κανείς δε θα μπορούσε να γλυτώσει. Παράλληλα είχε και «καταπληκτική» θέα το χωριό που καταστρεφόταν και καιγόταν. Τα πολυβόλα της εκτελεστικής διμοιρίας του 749ου Συντάγματος Κυνηγών με επικεφαλής τον Ακαμπχούμπερ είχαν ήδη στηθεί και περίμεναν το σύνθημα. Σε λίγα λεπτά ο λόφος έγινε κατακόκκινος απ το αίμα 487 ανθρώπων. Σχεδόν όλος ο ανδρικός πληθυσμός της πόλης.
Ακολούθησε η χαριστική βολή με ένα αιχμηρό εργαλείο στο κεφάλι του καθενός. Επέζησαν μόνο 13 Καλαβρυτινοί, οι μαρτυρίες των οποίων είναι πολύτιμη ιστορική πηγή. Στο σχολείο την ίδια στιγμή εκτυλίσσονταν σκηνές αλλοφροσύνης. Ήχοι από πολυβόλα, αγωνία,  φόβος, θρήνος και  πυκνοί καπνοί απ τη φωτιά.  Όλεθρος και καταστροφή. Στο σχολείο λέγεται ότι εκτυλίχθηκε και μια άλλη σκηνή. Ένας Αυστριακός στρατιώτης που βοήθησε τα γυναικόπαιδα να διαφύγουν απ το σχολείο. Βέβαια τα  ίχνη του «καλού Αυστριακού»  δεν εντοπίστηκαν ποτέ ούτε επιβεβαιώθηκε το γεγονός. Το μόνο σίγουρο είναι ότι τη 117η Μεραρχία εκτός της γερμανικής διοίκησης την αποτελούσαν κυρίως Αυστριακοί.
Η διαταγή του Λε Σουίρ, τρεις μέρες μετά, ήταν «να τουφεκίζονται όσοι τρέπονται σε φυγή ενόψει των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Γερμανών» και κατέληγε «αποδεδειγμένοι κομμουνιστές να τυφεκίζονται σε οποιονδήποτε αριθμό…». Στα Καλάβρυτα βέβαια εκτελέστηκαν όλοι οι άνδρες που δεν τράπηκαν σε φυγή και δεν ήταν αποδεδειγμένοι κομμουνιστές…
Η επιχείρηση Καλάβρυτα άφησε συνολικά πίσω της 696 νεκρούς και 24 καμμένα χωριά. Για τους Γερμανούς όμως σύμφωνα με τη στρατιωτική λογική ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Απ το λόχο του Σομπέρ βρέθηκαν μόνο πτώματα, κανένας νεκρός δεν ήταν αντάρτης, η δράση του ΕΛΑΣ σταμάτησε μόνο προσωρινά και μεταξύ των θυμάτων ήταν και «εθνικόφρονες» κάτι που προκάλεσε  την αντίδραση του κατοχικού πρωθυπουργού Ράλλη.
Τότε που οι ένοχοι βαφτίστηκαν αθώοι
Απ” τους σφαγείς των Καλαβρύτων μόνο  ο Φέλμυ καταδικάστηκε στη Νυρεμβέργη στη λεγόμενη δίκη των στρατηγών της ΝΑ Ευρώπης σε 15ετή φυλάκιση. Ωστόσο αφού εξέτισε ποινή 2,5 ετών αφέθηκε ελεύθερος.  Ο Λε Σουίρ πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών το 1955 και κηδεύτηκε με στρατιωτικές τιμές. Ο Εμπερσμπέργκερ πέθανε στο Ανατολικό Μέτωπο, ο Ακαμπχούμπερ πέθανε στα 67 του στην Αυστρία  και ο Ντένερτ στην Αυστρία κι αυτός το 1964 αφού δεν εντοπίστηκε ποτέ για να δικαστεί. Η γυναίκα του δεν έμαθε ποτέ τι έκανε ο άντρας της στην Κατοχή.
Και πιο επίσημα πάντως δε γινόταν μνεία στη σφαγή για πολλά χρόνια. Ίσως γιατί τα Καλάβρυτα δεν εντάσσονται ανώδυνα στη γερμανική βιβλιογραφία της ιστορικής μεταμέλειας, επειδή δεν ήταν έργο των SS αλλά της Βέρμαχτ που έκαναν το παν μεταπολεμικά για να τη βγάλουν ασπροπρόσωπη.
Στη Γερμανία στις 4 Απριλίου 2000 ήταν η μόνη φορά που τα Καλάβρυτα έγιναν θέμα στα κεντρικά δελτία ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης  λόγω της επίσκεψης του Γερμανού προέδρου Γιοχάνες Ράου στα Καλάβρυτα για να εκφράσει την αισχύνη και την οδύνη του. Η εικόνα της γιαγιάς που στρέφει το βλέμμα την ώρα της κατάθεσης στεφάνου αντίθετα από επισήμους, τελετές, συγγνώμες,  φανφάρες και μεγάλα λόγια δηλώνει ότι στα εγκλήματα μια συγγνώμη δεν αρκεί.-
DSC06529

Το ιστορικό ναυάγιο Μέντωρ

Ο «Μέντωρ» ήταν ένα απ’τα πιο ιστορικά σκαριά που του έλαχε ο κλήρος να είναι το μπρίκι εκείνο που μετέφερε απ τον Πειραιά στην Αγγλία ένα μεγάλο τμήμα των αρχαιολογικών θησαυρών που ο Έλγιν είχε αφαιρέσει απ τα ελληνικά μνημεία.
MM-navagio-000010_W520
Ο «Μέντωρ» ήταν ένα απ” τα πιο ιστορικά σκαριά που του έλαχε ο κλήρος να είναι το μπρίκι εκείνο  που μετέφερε απ τον Πειραιά στην Αγγλία ένα μεγάλο τμήμα των αρχαιολογικών θησαυρών που ο Έλγιν είχε αφαιρέσει απ τα ελληνικά μνημεία.  Μιλάμε για 17 κιβώτια με τμήματα κυρίως απ τη ζωφόρο του Παρθενώνα, ανάγλυφα του ναού της Απτέρου Νίκης, μεμονωμένα τμήματα αγαλμάτων και τμήματα μαρμάρινων στηλών.  Στο φορτίο μεταξύ άλλων υπήρχαν και πάπυροι με ιερογλυφική γραφή.
Το σκάφος ξεκίνησε  απ τον Πειραιά στις 16 Σεπτεμβρίου 1802 με καπετάνιο τον «Captain Eglen» και 12 άτομα πλήρωμα με πρώτο σταθμό τη Μάλτα και προορισμό την Αγγλία. Την επόμενη μέρα παρασύρθηκε από δυνατούς ανέμους  στο Ταίναρο,  κοντά στον Αυλέμονα Κυθήρων, χτύπησε στα βράχια και βυθίστηκε. Λίγο μετά το ναυάγιο ξεκίνησαν οι προσπάθειες για ανέλκυση του φορτίου. Τα συμβόλαια που έγιναν τότε με τους δύτες υπάρχουν και είναι πολύτιμα ιστορικά τεκμήρια. Το βάθος του ναυαγίου ήταν 22-24μ. Ο Έλγιν στάθηκε τυχερός γιατί η Ελλάδα, την οποία αποφάσισε να κατακλέψει, ήταν ναυτική χώρα και είχε δύτες που μπορούσαν να κατέβουν σε τέτοιο βάθος εκείνη την εποχή.  Ωστόσο η τρίχρονη προσπάθειά του  για την απελευθέρωση των κιβωτίων και την ανέλκυση του φορτίου  προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο σκαρί του καραβιού και σημαντική φθορά στα γλυπτά.
Περίπου 180 χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1980  δεκαμελής ομάδα του Ινστιτούτου Ενάλιων Αρχαιολογικών Ερευνών ξεκίνησε επιστημονικά αυτή τη φορά την υποβρύχια ανασκαφή σε ένα βυθό επικλινή και λασπώδη. Οι δύτες βρέθηκαν μπροστά σε αιχμηρά μεταλλικά αντικείμενα που προφανώς ήταν ότι είχε απομείνει απ το σκαρί του σκάφους. Έγιναν μικρές δοκιμαστικές τομές ώστε να γίνει συλλογή στοιχείων για την κατασκευή του καραβιού και να ερευνηθεί η πιθανότητα ύπαρξης αντικειμένων μέσα στο ναυάγιο. Για την υποβρύχια ανασκαφή χρησιμοποιήθηκε αναρροφητήρας . Έτσι η πίεση παρέσυρε την άμμο, τα φύκια και τις μικρές πέτρες. Απο κεί φάνηκε ότι η αριστερή πλευρά του σκάφους είχε θαφτεί στο βυθό άρα λογικά κατά τη βύθιση το σκάφος έστρεφε όλο αριστερά γι αυτό και η πλευρά  αυτή διατηρήθηκε θαμμένη. Εκεί βρέθηκαν οι μεταλλικοί σύνδεσμοι που συνέδεαν την καρίνα με την υπόλοιπη κατασκευή.  Η δεξιά πλευρά λογικά καταστράφηκε με το χτύπημα στα βράχια.  Με τον αναρροφητήρα βρέθηκαν επίσης δεκάδες μικρά σφαιρικά κομμάτια διαμέτρου 1,5 εκ. Πιθανότατα ήταν βόλια. Άρα ο «Μέντωρ» ήταν οπλισμένος και σε επιφυλακή ώστε να αντιμετωπίσει πιθανή επίθεση πειρατών.
Στον επόμενο κύκλο ερευνών τα τελευταία χρόνια, τα αποτελέσματα των οποίων ανακοινώθηκαν πρόσφατα απ την Εφορεία Ενάλιων Αρχαιοτήτων, τα ευρήματα ήταν αιγυπτιακής προέλευσης. Άρα επιβεβαιώνεται και η φήμη που έλεγε ότι μεταξύ άλλων μετέφερε και παπύρους με ιερογλυφική γραφή.  Οι αρχαιολόγοι επικεντρώθηκαν κυρίως στην πρύμνη  όπου βρήκαν μεταξύ άλλων όργανα ναυσιπλοίας, όπλα, σχιστολιθικές πλάκες με απολιθώματα ιχθύων και αρχαία νομίσματα.  Στην πλώρη βρέθηκαν θραύσματα από ανάγλυφα αιγυπτιακής προέλευσης. Το ένα πιθανότατα είναι τμήμα μνημειώδους επιγραφής που μπορεί να αναφέρεται στο θεό Ρα και χρονολογείται στην περίοδο του Νέου Βασιλείου(1295-1069π.Χ). Το άλλο είναι τμήμα κοιλίας φαραωνικού αναγλύφου προγενέστερο του προηγούμενου.  Το ανάγλυφο φέρει ζώνη και εγχειρίδιο.
Τα κιβώτια με τις αρχαιότητες που ανασύρθηκαν απ” το βυθό της Λακωνίας έφτασαν μετά από πολλές  περιπέτειες στο Λονδίνο. Από κει μεταφέρθηκαν σε διάφορες αποθήκες, αφού ο Λόρδος Έλγιν είχε χάσει την περιουσία του, εξαιτίας των τεράστιων χρηματικών ποσών που δαπάνησε για συνεργεία, για τη μεταφορά των γλυπτών και για τις δωροδοκίες των Τούρκων αξιωματούχων με αποτέλεσμα τα αριστουργήματα της κλασικής τέχνης να μην έχουν στέγη και να είναι εκτεθειμένα για καιρό. Έτσι ύστερα από την υποθήκευση της συλλογής του από το Βρετανικό κράτος, πούλησε τα Γλυπτά του Παρθενώνα στη Βρετανική Κυβέρνηση, η οποία και τα μετέφερε το 1816 στο Βρετανικό Μουσείο με δαπάνη του Sir Jozeph Duveen.

Καταφύγια

Η κυβέρνηση Μεταξά αναμένοντας την εμπλοκή της Ελλάδας στο Β.Π.Π, υποχρέωσε με νόμο να κατασκευαστούν καταφύγια στα υπόγεια σπιτιών, πολυκατοικιών, δημοσίων κτηρίων και στο εσωτερικό λόφων περιμετρικά της Αθήνας.
Το χειμώνα του 1940-41 η Αθήνα έζησε εντονότατα την ατμόσφαιρα του πολέμου. Οι αδιάκοποι όσο και τρομακτικοί ήχοι των σειρήνων παράλληλα με τους κρότους των αντιαεροπορικών πυροβόλων και τη θέα των  ιταλικών αεροπλάνων που πετούσαν σε χαμηλό ύψος, έκαναν το φόβο ακόμα μεγαλύτερο.  Η αναστάτωση των πρώτων ημερών της ιταλικής κατοχής όσον αφορά την αυτοπροστασία υπήρξε κατά ένα περίεργο τρόπο ευεργετική αφού οργάνωσε την άμυνα των Αθηναίων.  Η Αθήνα δεν ήταν τελείως απροετοίμαστη όσον αφορά την παθητική αεράμυνα. Είχε προηγηθεί μια ενδιαφέρουσα και αθόρυβη προεργασία.
Η κυβέρνηση Μεταξά αναμένοντας την εμπλοκή της Ελλάδας στο Β.Π.Π, γιατί η εμπλοκή της Ελλάδας δεν αποφασίστηκε προφανώς το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου, υποχρέωσε με νόμο να κατασκευαστούν καταφύγια στα υπόγεια σπιτιών, πολυκατοικιών, δημοσίων κτηρίων και στο εσωτερικό λόφων περιμετρικά της Αθήνας. Έτσι υπόγεια αντιαεροπορικά καταφύγια της εποχής του πολέμου, κατασκευασμένα είτε από την κυβέρνηση Μεταξά, είτε από τις δυνάμεις κατοχής αργότερα, υπάρχουν στην Αθήνα (Λυκαβηττός, Αρδηττός, Πολύγωνο, κ.α.), στον Πειραιά (Προφ. Ηλίας, Καστέλα, Δραπετσώνα κ.α.), στα νότια προάστια (Ελληνικό, Βούλα, Γλυφάδα), στα βόρεια (Κηφισιά, Παπάγου, Ψυχικό), στο Σούνιο, στη Ραφήνα και γενικότερα σε όλη την Ελλάδα.
Το κρατικό και ιδιωτικό ενδιαφέρον ήταν έντονο γι αυτό και τα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά. Χάρη στο νόμο «περί υποχρεωτικών καταφυγίων» για τις νέες οικοδομές τριών ορόφων και πάνω, η πρωτεύουσα βρέθηκε απ τις πρώτες κιόλας μέρες να έχει πάνω από 2000 ιδιωτικά καταφύγια που είχαν αρχίσει να κατασκευάζονται απ το 1936.  Ανάμεσα σ” αυτά τα καταφύγια υπάρχουν μερικά όπως της «Μεγ. Βρετανίας», του «Μεγάρου της Εθνικής Ασφαλιστικής», της «Τραπέζης της Ελλάδος» του «Μετοχικού Ταμείου Στρατού» ακόμα και το υπόγειο του «Μεγάρου του Αρείου Πάγου» που ικανοποιούσαν όλους τους όρους αρτιότητας και εξασφάλιζαν προστασία σε χιλιάδες άτομα.
Αλλά υπάρχουν και καταφύγια απροσδόκητα. Το κοσμικό καμπαρέ «Αρτζεντίνα» με την…ετερόκλητη και ποικίλη πελατεία που έβρισκε θέαμα και παράλληλα ασφάλεια. Ασφαλή καταφύγια ήταν και οι αίθουσες υπόγειων κινηματογράφων. Η πελατεία του «Ρεξ», του «Σινεάκ» και του «Αστέρα» δεν είχε λόγους να μετακινηθεί σε περίπτωση συναγερμού ενημερώνοντας κάπως έτσι το κοινό τους: «Το ΣΙΝΕΑΚ ανακοινοί ότι λόγω της θέσεως της αιθούσης του παρέχει πάσαν δυνατήν ασφάλειαν εις περίπτωσιν βομβαρδισμού». Ακόμα και οι «υπόγειοι παράδεισοι» στα πέριξ της Ομονοίας που οι οικογενειάρχες και οι ευυπόληπτοι πολίτες έστρεφαν το βλέμμα απ” την άλλη πλευρά, ζητούσαν εκεί πρόθυμα τη φιλοξενία τους σε ώρες συναγερμών. Μέχρι και ινστιτούτα ομορφιάς χρησιμοποιούσαν την ασφάλεια ως διαφήμιση. «ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ. Έχουμε την τιμή να πληροφορήσουμε την αξιότιμον πελατείαν μας ότι στο οίκημα μας υπάρχει το τελειότερο και ασφαλέστερο καταφύγιο των Αθηνών και γι” αυτό οι εργασίες μας εξακολουθούν με κάθε άνεση και ασφάλεια. ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΛΛΟΝΗΣ Μme KETTY, Ερμού 42.»  Παράλληλα εφημερίδες της εποχής προβάλουν το θέμα με ιδιαίτερο χιούμορ «Πρόχειρα καταφύγια σκάπτονται και εις την πλατείαν Συντάγματος, εις το βάθος του κήπου, όπου είχον φυτευθεί άλλοτε πατάτες. Επίσης και εις άλλας πλατείας των Αθηνών, του Πειραιώς και των προαστίων».
Πέραν των δημοσίων καταφυγίων όμως υπήρχαν και τα ιδιωτικά-οικογενειακά που ο αριθμός τους έφτανε τις 12.000 σε όλη την Αθήνα. Σ” αυτή την περίπτωση έγιναν μετασκευές υπόγειων και ισόγειων δωματίων. Σε πολλές πολυκατοικίες υπήρχε στην είσοδο επιγραφή που έλεγε ότι η πολυκατοικία διαθέτει καταφύγιο.  Για το εγχείρημα αυτό επιστρατεύτηκαν χιλιάδες μηχανικοί που εγκαταστάθηκαν σε αστυνομικά τμήματα παρέχοντας δωρεάν κατασκευαστικές οδηγίες καθώς και οδηγίες για μετασκευή  υπόγειων χώρων σε ασφαλή καταφύγια. Κάθε είδους στενωπός και κάθε υπόγειο πέρασμα ανεξάρτητα απ τη χρήση του χρησιμοποιήθηκε στον αγώνα για την προστασία των πολιτών και για την προώθηση της Αντίστασης αφού έκρυβαν και παράνομο υλικό.  Έτσι κάθε λογής υπόγειες στοές ανακατασκευάστηκαν και επενδύθηκαν με οπλισμένο σκυρόδεμα σώζοντας έτσι τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων. Υδραγωγεία, οστεοφυλάκεια, σπήλαια, στοές και αγωγοί μετατράπηκαν για τις ανάγκες του πολέμου σε δρόμους διαφυγής από τα μπλόκα, σωτήριες λύσεις για όσους ξέμεναν στους δρόμους της Αθήνας μετά το όριο της νυχτερινής απαγόρευσης, αποτέλεσαν λύσεις ανάγκης τις ώρες των συναγερμών και των βομβαρδισμών, ακόμα και ως κρύπτες ανθρώπων που είχαν βγει στην παρανομία.
Η σύσταση για την επικόλληση χάρτινων ταινιών και υφασμάτων  στα παράθυρα των σπιτιών για να μη φαίνεται φως τη νύχτα είχε κι αυτή ζωηρότατη απήχηση αφού οι διαφημίσεις έδιναν κι έπαιρναν. Τα σχέδια ήταν πολλά. Ελληνικές σημαίες, επιγραφές, συνθήματα κτλ. Οι προθήκες του ζαχαροπλαστείου «Ζώναρς» για παράδειγμα εμφάνιζαν ένα τεράστιο σήμα της Εθνικής Νεολαίας και ένα αεροπλάνο. Φυσικά υπήρχαν και διαφημίσεις. «Αντιαεροπορικά υφάσματα πλήρους σκοτασμού δια τα παράθυρα σας θα βρήτε εις το κατάστημα Ρυθμός, Βουλής 22″.
Ένα απ τα πιο γνωστά καταφύγια της Αθήνας ήταν το καταφύγιο του Λυκαβηττού που κατασκευάστηκε το 1936 κοντά στη σπηλαιοεκκλησιά των Αγ. Ισιδώρων. Εκτείνεται σε βάθος 100μ. μέσα στο βράχο. Έχει δύο εισόδους που κατέληγαν σε μεγάλη κεντρική αίθουσα στην οποία στεγάστηκε το Αρχηγείο Αντιαεροπορικής Άμυνας στη διάρκεια του πολέμου. Η αρχική του χρήση ήταν στρατιωτική αφού εκεί εγκαταστάθηκε αρχικά η Υπηρεσία Επιτήρηση Συναγερμού Αέρος Θαλάσσης και ο Σταθμός Ασυρμάτου της διέυθυνσης Ραδιοτηλεγραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού. Ο χώρος σήμερα ανήκει στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και τα κλειδιά του λέγεται ότι βρίσκονται στο Α.Τ Κολωνακίου!
DSC06532

Η απόκρυψη των θησαυρών του ΕΑΜ

Το 1888 το «Κεντρικό Δημόσιον Μουσείον δια τας αρχαιότητας» αποκτά στέγη στην Πατησίων και με Προεδρικό Διάταγμα της 9ης Αυγούστου 1893 μετονομάζεται σε Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Μια ιστορία παράλληλη με τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας.
Κύριο μέλημα του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ι. Καποδίστρια ήταν, μεταξύ άλλων, η δημιουργία ενός μουσείου για τη διαφύλαξη της εθνικής μας κληρονομιάς. Γι” αυτό με ψήφισμα στις 21/10/1829 ιδρύεται το «Εθνικόν Μουσείον» που στεγάζεται αρχικά στο κτήριο του Ορφανοτροφείου στην Αίγινα. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα με νόμο στις 10/22 Μαίου 1834 ιδρύεται το «Κεντρικό Δημόσιον Μουσείον  δια τας αρχαιότητας» και με βασιλικό διάταγμα ορίζεται από τις 13/11/1834 το Θησείο ως Κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι ελληνικοί θησαυροί όμως δεν ήταν δυνατόν να χωρέσουν στο Θησείο με αποτέλεσμα να επιστρατευτούν κι άλλα δημόσια κτήρια όπως ήταν η Στοά του Αττάλου. Πλέον ήταν επιτακτική ανάγκη η εύρεση ενός χώρου που να συμπεριλάβει όλες τις αρχαιότητες.
Ο Leovon Klenze αρχιτέκτονας της Γλυπτοθήκης του Μονάχου έκανε τα σχέδια για ένα μεγάλο μουσείο που θα γινόταν στον Κεραμεικό και θα ονομαζόταν «Παντεχνείο». Ο κρατικός προϋπολογισμός μάλιστα του 1854/55 προέβλεπε ένα ποσό γι αυτό το σκοπό. Το υπόλοιπο του κόστους καλύφθηκε από την Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία, από την Κοινότητα των Μυκηνών και από χορηγία του Δημ. Βερναδάκη, Έλληνα ομογενή απ την Αγία Πετρούπολη. Η γραφειοκρατία της εποχής ενέκρινε την ανέγερση του μουσείου αλλά εκφράστηκαν πολλές ενστάσεις για την επιλογή του Κεραμεικού. Τελικά χτίστηκε σε οικόπεδο που έκανε δωρεά η Ελένη Τοσίτσα στην Πατησίων. Βασιλικά διατάγματα καθόρισαν το σκοπό και τη λειτουργία του μουσείου το οποίο ολοκληρώθηκε μέσα σε τρία χρόνια απ τον αρχιτέκτονα Τσίλλερ. Το 1888 το «Κεντρικό Δημόσιον Μουσείον δια τας αρχαιότητας» αποκτά στέγη στην Πατησίων και  με Προεδρικό Διάταγμα της 9ης Αυγούστου 1893 (ΦΕΚ Α΄ αρ. 152) μετονομάζεται σε Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Οι Γερμανοί στο ΕΑΜ
EAM 2
Πολλοί Γερμανοί «θαύμαζαν» την Αρχαία Ελλάδα και επισκέφθηκαν κλασικούς αρχαιολογικούς χώρους ως «τουρίστες πολέμου».  Ύψωσαν τη σβάστικα στην Ακρόπολη, κατέθεσαν στεφάνι στο μνημείο του Αγνώστου στρατιώτη, επισκέφθηκαν τις Μυκήνες, ύψωσαν την πολεμική σημαία της 1ης Μεραρχίας των SS στο αρχαίο στάδιο της Ολυμπίας ενώ ο ίδιος ο Χίτλερ εξέφραζε το θαυμασμό του για την Ακρόπολη  και τον Παρθενώνα θεωρώντας ότι είχε «κάποια εκλεκτική συγγένεια και ένα είδος παράλληλου βίου με τον Περικλή»… Ευτυχώς αυτό ο Περικλής δεν το μαθε ποτέ!
Μόλις λοιπόν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941, μια απ τις πρώτες τους κινήσεις ήταν να επισκεφθούν και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.  Όλο και κάτι θα είχε αφήσει ο Έλγιν προς…εκμετάλλευση. Μπροστά τους όμως βρήκαν ένα άδειο κτήριο, με άδειες προθήκες, λιγοστούς αρχαιολόγους και τους φύλακες που είχαν βάρδια. Είναι από τις ελάχιστες φορές στην ιστορία που το ελληνικό κράτος όντως λειτούργησε αξιοθαύμαστα. Η κυβέρνηση Μεταξά απ το 1937  ξεκίνησε τις συνεννοήσεις με τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Παιδείας για την εκπόνηση ενός σχεδίου για την ασφάλεια των εθνικών θησαυρών σε περίπτωση πολέμου, οδομαχιών, βομβαρδισμών, επιδρομών, κλοπών κτλ. Έτσι ανά μουσείο είχαν διακριτικά συσταθεί επιτροπές απόκρυψης επειδή υπήρχε εντολή να μην υπάρξει η οποιαδήποτε ένδειξη πολεμικής προετοιμασίας. Mόλις λοιπόν κηρύχθηκε ο πόλεμος, με έγγραφο στις 11/11/1940, δόθηκαν τεχνικές οδηγίες «δια την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων απ΄τους εναέριους κινδύνους». Οι οδηγίες μιλούσαν για κατάχωση των αγαλμάτων σε ορύγματα στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών που είχαν επενδυθεί με οπλισμένο σκυρόδεμα. Η κάθοδος των αγαλμάτων γινόταν με αυτοσχέδιους ξύλινους γερανούς.  Αφού τα τοποθετούσαν εκεί τα κάλυπταν με άμμο ή άλλα αδρανή υλικά. Στη συνέχεια το όρυγμα το κάλυπταν με πλάκα τσιμέντου. Χάλκινα, πήλινα, ειδώλια και αγγεία τα έβαλαν σε κιβώτια που είχαν επένδυση από κερόχαρτο ή πισσόχαρτο για προστασία από την υγρασία. Στη συνέχεια τα τοποθετούσαν στις ημιυπόγειες αποθήκες της νέας πτέρυγας του μουσείου προς την οδό Μπουμπουλίνας κι από πάνω έριχναν και πάλι άμμο. Οι κατάλογοι του μουσείου μπήκαν κι αυτοί σε κιβώτια και παραδόθηκαν στον ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος.  Τα ευρήματα της ανασκαφής των Δελφών του 1939, μαζί με χρυσά και ελαφαντοστά παραδόθηκαν συσκευασμένα στην Εθνική Τράπεζα ενώ 35 κιβώτια φυλάχθηκαν στο σπήλαιο της Εννεάκρουνου και 22 στις φυλακές του Σωκράτους.
Στην κολοσσιαία αυτή επιχείρηση σωτηρίας, όχι μόνο των αρχαιολογικών μας θησαυρών αλλά και της αξιοπρέπειας της χώρας μας, συμμετείχαν άνθρωποι όλων των ειδικοτήτων και ανάμεσά τους μερικά σπουδαία ονόματα της Αρχαιολογίας όπως για παράδειγμα  ο Αν. Ορλάνδος, ο Σπ. Μαρινάτος  αλλά και ένας πρωτοετής φοιτητής  Αρχαιολογίας που πήγε εθελοντικά να βοηθήσει. Ήταν ο μετέπειτα ακαδημαϊκός Σπ. Ιακωβίδης.  Έτσι οι Γερμανοί παρέλαβαν ευτυχώς ένα άδειο μουσείο. Στην Κατοχή λοιπόν το κτίριο γλύτωσε. Στα Δεκεμβριανά όμως απ τους βομβαρδισμούς κάηκε τμήμα της στέγης ενώ μέρος του πρώτου ορόφου μετατράπηκε σε φυλακές. Στους τοίχους εκεί που βρίσκονται τα γραφεία του προσωπικού μπορεί να διακρίνει κανείς καρφωμένες οβίδες!
Στα χρόνια που ακολούθησαν στο χώρο του μουσείου στεγάστηκαν διάφορες υπηρεσίες. Στην αίθουσα την Μυκηναϊκών η κρατική Ορχήστρα, στη δυτική πλευρά το Κεντρικό Ταχυδρομείο, υπηρεσίες του Υπουργείου Προνοίας μέχρι και Ειδική Υγιειονομική υπηρεσία για…τις «δυστυχισμένες απόκληρες». Όταν τέλειωσαν τα δύσκολα χρόνια οι υπηρεσίες έφυγαν, οι θησαυροί μπήκαν ξανά στις προθήκες και τα αγάλματα λένε τη δική τους ιστορία σε όποιον μπορεί να την ακούσει.
EAM

Μια ανατίναξη με πολλά ΑΝ

Ήταν ανήμερα Χριστούγεννα του 1944. Το ξενοδοχείο ήταν ζωσμένο με εκρηκτικά. Το αυτοκίνητο με την ηλεκτρογεννήτρια έτοιμο. Η προσπάθεια είχε φτάσει στο τέλος.

Ο κύριος όγκος  του ΕΛΑΣ με εμπειροπόλεμους μαχητές ήταν στην επαρχία περιμένοντας μάταια για πολύ καιρό μια διαταγή καθόδου στην Αθήνα. 20 Δεκεμβρίου φθάνει όντως διαταγή στο διοικητή του τάγματος Μηχανικών Ολύμπου Αντώνη Βρατσάνο απ την ΚΕ του κόμματος να σταλεί στην Αθήνα ομάδα έμπειρων δυναμιτιστών στην Αθήνα για σοβαρή αποστολή-σαμποτάζ, χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες. Μια ομάδα λοιπόν έμπειρων δυναμιτιστών με στρατιωτικό διοικητή το Χρήστο Χολέβα και καπετάνιο το Γιάννη Ντούρα ξεκίνησαν για την Αθήνα. Στην Αθήνα είχε ήδη αρχίσει η κινητοποίηση. Η οργάνωση της επιχείρησης ανατέθηκε στο Σπύρο Καλοδίκη που με τη σειρά του κινητοποίησε τις Αχτίδες και έμπιστους αγωνιστές συγκεντρώνοντας πάνω από 80 άτομα(o Νίκος Κυριακίδης μιλάει για 150).
Στόχος ήταν η ανατίναξη του «απόρθητου» ξενοδοχείου της Μ. Βρετανίας. Στρατηγείο της ελληνικής κυβέρνησης την περίοδο 1940-41 που στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε απ τις αρχές κατοχής. Μετά την Απελευθέρωση φιλοξενούσε τα μέλη της προσωρινής κυβέρνησης με τις οικογένειές τους καθώς και την ηγεσία του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος. Στο ξενοδοχείο είχαν εγκατασταθεί όλοι οι πρωταγωνιστές των γεγονότων, ο Σκόμπι, ο Παπανδρέου,ο Πλαστήρας, Άγγλοι και Αμερικανοί επιχειρηματίες,  δημοσιογράφοι, διπλωμάτες κτλ.  Απ τις 10 Δεκεμβρίου τα μέτρα ασφαλείας έγιναν ακόμα πιο αυστηρά εξαιτίας μιας οβίδας που κατέληξε σε διαμέρισμα του 6ου ορόφου  που διέμενε ο Σκόμπι.
Αφού οι μάχες μαίνονταν στην Αθήνα και το απόρθητο ξενοδοχείο βρισκόταν όντως στο στόμα του λύκου η προσέγγιση του στόχου αποφασίστηκε να γίνει από τους υπονόμους. Τα σχέδια τα πήρε ο ΕΛΑΣ απ τον Ευγένιο Καστραβέλη πολιτικό μηχανικό του Δήμου Αθηναίων. Αρχικά επέλεξαν τη υπόγεια διαδρομή απ” το Μοναστηράκι. Το σχέδιο όμως άλλαξε γιατί έπεσαν πάνω σε μια βρετανική περίπολο. “Ετσι  μ” ένα τόνο εκρηκτικά, εκρηκτικούς πυροδοτικούς μηχανισμούς και καλώδια πυροδότησης οι δυναμιτιστές και  οι αντάρτες ανάμεσά τους ο λόχος Μηχανικού της ΙΙ Μεραρχίας, οι οργανωμένοι στην 4η ΚΟΒΑ Μεταξουργείου, σπουδαστές του Λόχου Λόρδος Μπάϋρον και αρκετοί άοπλοι,  με πολύ κουράγιο και αγωνία ξεκίνησαν την επιχείρηση. Ένα ζήτημα είναι από που ξεκίνησαν. Ο Ν. Κυριακίδης λέει ότι μπήκαν από φρεάτιο της Λένορμαν. Μαρτυρίες όμως άλλων μαχητών αναφέρουν ότι μπήκαν από φρεάτιο κοντά στις φυλακές Χατζηκώστα στην Πειραιώς.
Από κει αρχίζει ο Γολγοθάς. Μια πορεία ατέλειωτων ωρών στους υπονόμους με νερά, ακαθαρσίες, στενά σημεία που πήγαιναν μπουσουλώντας, πολλές διακλαδώσεις, αποπνικτική ατμόσφαιρα και δυσφορία. Κατάκοποι κι εξασθενημένοι. Ζωντανοί νεκροί. Από πάνω περνούσαν οι αγγλικές περίπολοι. Ούτε κουβέντα δεν ακουγόταν. Μικρές φάλαγγες και φως από κλεφτοφάναρα. Οι συνεννοήσεις γίνονταν μόνο με χειρονομίες.   Μετά από ατέλειωτες ώρες και πολλές δυσκολίες έφτασαν στο σημείο που έδειχναν οι χάρτες. Στα θεμέλια του ξενοδοχείου. Τοποθέτησαν τα κιβώτια το ένα πάνω στο άλλο και συνέδεσαν το μηχανισμό. Η πυροδότηση θα γινόταν από μακριά. Ο Μπάμπης Γρηγοριάδης , γραμματέας της 6ης Αχτίδας έδωσε εντολή να γίνει ο τελευταίος έλεγχος της συνδεσμολογίας. Η επιχείρηση είχε 90% επιτυχία. Απέμενε η τελική διαταγή.  Γολγοθάς και η επιστροφή όμως. Τουλάχιστον υπήρχε πια η ηθική ικανοποίηση ότι τα κατάφεραν. Οι άνθρωποι που το βίωσαν αυτό και είναι εν ζωή θυμούνται ακόμα την αίσθηση του καθαρού αέρα μόλις βγήκαν από τους υπονόμους. «Σα να βγαίνεις από τάφο».
Ήταν ανήμερα Χριστούγεννα του 1944. Το ξενοδοχείο ήταν ζωσμένο με εκρηκτικά. Το αυτοκίνητο με την ηλεκτρογεννήτρια έτοιμο. Η προσπάθεια είχε φτάσει το τέλος. Ένα τράβηγμα στο μοχλό. Και τότε έρχεται ο Σπ. Καλοδίκης να ανακοινώσει ότι η ανατίναξη ματαιώνεται. Εντολή απ το Αρχηγείο. Ο Τσώρτσιλ με τον Ήντεν και το Μακμίλαν ήρθαν στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις. Κι εκεί όπως ήταν αναμενόμενο ξεσπάει η αγανάκτηση και η απογοήτευση. Μια τεράστια προσπάθεια πήγε χαμένη. Τα γιατί χωρίς απάντηση. Τα εκρηκτικά λίγο αργότερα εξουδετερώθηκαν από το προσωπικό του αγγλικού Μηχανικού.
Την ίδια ώρα ο Τσώρτσιλ προσγειωνόταν στην Αθήνα. Η διαδρομή προς το κέντρο της πόλης θεωρήθηκε επικίνδυνη γι αυτό και επιλέχθηκε η διαμονή των «συμμάχων» να γίνει στο Φάληρο στο θωρηκτό Ajax.
Έτσι λοιπόν η διάσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών την επόμενη μέρα έγινε κάτω από τη σκιά της δολιοφθοράς που θεωρήθηκε ως απόπειρα κατά του Τσώτσιλ ενώ «υπό το φως  των λυχνιών και υπό τους ήχους των κανονιών» παρουσία και της ελληνικής ηγεσίας ξεκίνησαν οι αλληλοκατηγορίες ως προς τις προθέσεις. Και μέσα σ” όλο αυτό η αντικομμουνιστική προπαγάνδα μέσω της εφημερίδας «ΕΛΛΑΣ» έκανε λόγο για συνεργασία των Κομμουνιστών με τους Γερμανούς για την ανατίναξη.
Ανατίναξη 3
Προφανώς, στόχος δεν ήταν ο Τσώρτσιλ. Εκείνος ήρθε στην Αθήνα των μαχών με το προφίλ του ειρηνοποιού. Έπρεπε λίγο αργότερα να εμφανιστεί στη Διάσκεψη της Γιάλτας χωρίς το «αγκάθι» της Ελλάδας.  Το ΚΚΕ θα βαρυνόταν με το θάνατο του πατέρα της νίκης;  Άρα αν στόχος δεν ήταν ο Τσώρτσιλ, στόχος ήταν το ξενοδοχείο σύμβολο της αστικής τάξης;  Απ την άλλη μεριά ήταν γνωστό ότι στο ξενοδοχείο εκτός απ την ελληνική και αγγλική πολιτική ηγεσία έμενε και ο Γ. Ποπώφ, επικεφαλής της σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής καθώς κι άλλες διπλωματικές αντιπροσωπείες. Ήταν σε θέση ο ΕΛΑΣ και κατ επέκτασιν το ΚΚΕ να αναλάβει μια τέτοια ευθύνη και να αντιμετωπίσει όλες τις ανεξέλεγκτες καταστάσεις που θα ακολουθούσαν; Η Αγγλία παράλληλα ήταν ισχυρό μέλος της αντιχιτλερικής συμμαχίας. Δυο μήνες μετά την απελευθέρωση θα προκαλούσαμε τέτοιο πλήγμα σε… «συμμάχους» άσχετα αν τα γεγονότα είχαν ήδη οδηγήσει στα όπλα;
Άρα ένα  καλό ερώτημα είναι όχι γιατί ματαιώθηκε η ανατίναξη αλλά γιατί δόθηκε η αρχική εντολή…