Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Γιάννης Ρίτσος: Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης

Αντάρτης της ποίησης που πάλευε το κακό, την ήττα και το θάνατο με όπλο τους στίχους του και σφαίρες τα κόκκινα γαρύφαλλα.


Ένας  Θουκυδίδης της ποίησης που έλιωσε μέσα στην υψικάμινο των στίχων του ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία δημιουργώντας ένα παλίμψηστο του νεοελληνικού πολιτισμού. Ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων διδάσκει ήθος και αξίες ζωής μετατρέποντας μνήμες και συναισθήματα κτήμα ες αει για τις επόμενες γενιές.  Αντάρτης της ποίησης που πάλευε το κακό, την ήττα και το θάνατο με όπλο τους στίχους του και σφαίρες τα κόκκινα γαρύφαλλα. Μεγάλος ιδεολόγος της ζωής που πίστευε ότι «μέσα στη φούχτα της αγάπης χωράει το σύμπαν». Ένα έργο γεμάτο διαχρονικά και επίκαιρα μηνύματα, στίχοι ψυχής απ την ψυχή του, ελπίδας απ την ελπίδα του. Πονεμένος ποιητής που αιχμαλώτιζε στιγμές γράφοντας «όχι για να ξεχωρίσει αλλά για να σμίξει τον κόσμο». Οι δυσκολίες της ζωής έβρισκαν καταφύγιο στο έργο του απλώνοντας το χέρι στον κάθε πονεμένο «Απ την πληγή μου κοίταξα του κόσμου την πληγή». Ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές ,εκεί που οι άλλοι λύγιζαν, έβγαζε μια ελπίδα «ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο». Αυτόπτης μάρτυρας της εποχής του και όλων των ιστορικών γεγονότων της νεότερης ιστορίας.  Μας σηκώνει «ψηλότερα» απ΄τη λήθη της ιστορίας.
Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης γεννήθηκε την Πρωτομαγια του 1909 στη μαγευτική Μονεμβασιά. Τόπος ευλογημένος απ τους θεούς. Μέρα σύμβολο αγώνων και θυσιών. Ήταν γραμμένο απ τη μοίρα ο άνθρωπος αυτός να συμβάλλει με την παρουσία του στους αγώνες, να τους υμνήσει, να θρηνήσει τους συντρόφους,  τους γνωστούς και άγνωστους αγωνιστές της ζωής. Η ιδεολογικά «αντίθετη πλευρά» δεν του συγχώρεσε ποτέ τη συμπόρευσή του με την Αριστερά. Ίσως γιατί οι αξίες και οι ιδέες που απηχούσε το έργο του θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα επικίνδυνο σπίρτο που θα βαζε φωτιά στη συμβατική ζωή. Τα πρώτα του ποιήματα  δημοσιεύονται στη «Διάπλαση των Παίδων» το 1924 όπου γράφει με το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα». Καθόλου τυχαία επίλογη όπως απέδειξε η ίδια του η ζωή.

Λένε  ότι όλα έχουν ένα σκοπό που γίνονται. Η φυματίωση που τον βασάνιζε ήταν η αφορμή  το 1927 να μπει στη «Σωτηρία» και να γνωρίσει από κοντά τη Μαρία Πολυδούρη και τον Άγγελο Σικελιανό που την επισκεπτόταν. Τότε θα αρχίσει να μελετά συστηματικά το μεγάλο Κώστα Βάρναλη και να έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με βασανισμένους και χτυπημένους απ τη ζωή αγωνιστές.  Το 1934 εμφανίζεται η πρώτη του επίσημη ποιητική συλλογή με τίτλο «Τρακτέρ». Τότε αρχίζει και η συνεργασία του με το Ριζοσπάστη και γίνεται μέλος του ΚΚΕ.
Από το 1936, χρονιά σταθμό, αρχίζει η μεγάλη πορεία με τις «ναυαρχίδες» του έργου του.  Πρωτομαγιά 1936 στη Θεσσαλονίκη η ματωμένη απεργία των καπνεργατών αφήνει πίσω της δώδεκα νεκρούς διαδηλωτές. Πρώτος νεκρός ο Τάσος Τούσης. Η μητέρα του γονατίζει πάνω στο νεκρό παιδί της και η σκηνή αποθανατίζεται στο φωτογραφικό φακό. Την επόμενη μέρα ο Ρίτσος  βλέπει δημοσιευμένη τη φωτογραφία στο Ριζοσπάστη και συγκλονισμένος αρχίζει με την πένα του το δικό του θρήνο στο χαμένο παιδί. Κλείστηκε στη σοφίτα της οδού Μεθώνης στα Εξάρχεια και συνέθεσε το δικό του «Επιτάφιο» στις ιδέες που έπεσαν νεκρές στην άσφαλτο. Το επόμενο πρωί τα τελευταία χειρόγραφα είχαν κοκκινήσει απ το αίμα του. Η φυματίωση έκανε καλά τη δουλειά της. Γενικός τίτλος της δημιουργίας αυτής «Μοιρολόι» που αρχίζει να δημοσιεύεται σταδιακά στο Ριζοσπάστη. 8 Ιουνίου 1936 κυκλοφορεί ο «Επιτάφιος» σε 10.000 αντίτυπα. Ενώ ετοιμαζόταν η δεύτερη έκδοση το μεταξικό καθεστώς κατέσχεσε τα 250 απούλητα αντίτυπα και όσα βρέθηκαν σε σπίτια διωκόμενων αριστερών.  Το σύνολο των «απαγορευμένων» βιβλίων κάηκε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Μόλις ο Ρίτσος το έμαθε είπε: «Δε θα μπορούσαν να μου κάνουν μεγαλύτερη τιμή». Ένα αντίτυπο του έργου θα σταλεί στο Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι αρκετά χρόνια αργότερα. Εκείνος βλέποντας το διαχρονικό έργο, επάξιο διάδοχο της αρχαίας τραγωδίας, αποφασίζει αμέσως να το μελοποιήσει και μπαίνει στο στούντιο το 1966. Εκεί λαμβάνει χώρα η πιο γοητευτική συνάντηση. Εκεί που η ιστορία συνάντησε την ποίηση και τη μουσική. Δίπλα στο Γιάννη Ρίτσο και στο Μίκη Θεοδωράκη ο μεγάλος Μάνος Χατζηδάκις.
Ο πόλεμος ξεσπάει. Το έπος της Εθνικής Αντίστασης δε θα τον αφήσει ασυγκίνητο. Προσχωρεί στο Μορφωτικό Τομέα του ΕΑΜ και αρθρογραφεί στον Παράνομο Τύπο της Κατοχής. Θα γράψει την «Κυρά των Αμπελιών» δένοντας μοναδικά την αρχαιότητα με τη διονυσιακή λατρεία και τα χριστιανικά γεγονότα με την πραγματική ζωή. Στον απόηχο και τη συναισθηματική φόρτιση της Κατοχής και της Αντίστασης θα γράψει το έργο που τον χαρακτηρίζει από δω και πέρα. Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης λοιπόν θα γράψει τη «Ρωμιοσύνη». Τη μεγαλύτερη τοιχογραφία, το σημαντικότερο ψηφιδωτό της Εθνικής Αντίστασης και της εποποιίας του ΔΣΕ. Το 1945 στα Τρίκαλα που θα βρεθεί θα γνωρίσει από κοντά τον Άρη Βελουχιώτη λίγους μήνες πριν το θάνατό του. Το «Υστερόγραφο της δόξας» είναι το δικό του αντίο στο μεγάλο αρχηγό. Το έργο θα μείνει αδημοσίευτο μέχρι τον Οκτώβριο του 1975.  Στα Δεκεμβριανά καταστρέφεται για δεύτερη φορά μέρος του έργου του. Αυτή τη φορά όχι από τις Αρχές αλλά απ το φόβο των ανθρώπων που τα είχε εμπιστευθεί.
Καμιά φωτιά όμως και καμιά δίωξη δε θα περιορίσουν την αστείρευτη δύναμη της ψυχής του. Γράφει τις «Γειτονιές του Κόσμου» βάζοντας μέσα απ τους στίχους, τους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας να μιλούν. Όλη η ηρωική πορεία της δεκαετίας του 40.  Στον Εμφύλιο συλλαμβάνεται και οδηγείται εξόριστος στο Κοντοπούλι της Λήμνου. Κανένας όμως δεν μπόρεσε να περιορίσει και να εξορίσει τις ιδέες του. Ζωγράφιζε, έκανε σκίτσα, ακουαρέλες,  που σώθηκαν κρυμμένα σ” ένα σακάκι που έστειλε στην αδερφή του. Εκεί θα γράψει το «Καπνισμένο Τσουκάλι» τη συγκλονιστική απεικόνιση των δύσκολων ημερών στην εξορία καθώς και δυο «Ημερολόγια εξορίας».  Ένα ποίημα κάθε μέρα. Όλη η αγωνία μέσα στους στίχους. Ύμνος στους αγώνες των βασανισμένων που πρέπει να δικαιωθούν.

Το 1949 μεταφέρεται στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Εκεί γράφει το  ποιήμα «Πάντα» του «Πέτρινου Χρόνου» περιγράφοντας τη φρικτή πραγματικότητα. Μια κραυγή απ τη Μακρόνησο ήταν ο «Πέτρινος Χρόνος». Κάθε μέρα και πιο σκληρά, πιο απάνθρωπα, πιο δύσκολα,  ωστόσο κάθε χτύπημα δυνάμωνε το ατσάλι της ψυχής του. Ίσως γιατί άμα μοιράζεσαι τα βάσανα μικραίνει το βάρος τους και σου δίνουν δύναμη. «Όλα τα μοιραστήκαμε σύντροφοι».Οι αλυσίδες δεν έδεσαν ποτέ την ψυχή του. «Αυτό το χαμόγελο κι αυτό τον ουρανό δεν μπορούν να μας τα πάρουν». Ζωγράφιζε όπου έβρισκε. Σε πέτρες, σε ξύλα. Οι συναγωνιστές του τα έκρυβαν σε μπουκάλια και τα έθαβαν. Ήταν το καλύτερο δώρο που του έδωσε μετά από χρόνια ο σύντροφος, συνεξόριστος, συναγωνιστής και φίλος Μάνος Κατράκης. Τα έργα του που τα θεωρούσε χαμένα.
Εντύπωση πάντως προκαλεί πως ό,τι γράφτηκε στη Μακρόνησο για τη Μακρόνησο γράφτηκε και έμεινε εκεί. Η Μακρόνησος δεν επανήλθε πότε στην ποίησή του.  Το 1951 θα μεταφερθεί στον Αη Στράτη. Ο Φαρσακίδης θα σχολιάσει το «νοικοκυρεμένο καλυβάκι του με την αψεγάδιαστη τάξη». Θα θαυμάσει την αυτοπειθαρχία αυτού του σκληροτράχηλου «δουλευτή» που πέρασε από εξορίες, βασανιστήρια και όμως συνεχίζει ακόμα να «ζωγραφίζει» με την πένα του. «Μόνες μας περγαμηνές τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος, Λέρος». Στον Άη Στράτη θα ολοκληρώσει τις «Γειτονιές του Κόσμου» και θα γράψει κι άλλα ποιήματα που μετά από πολλές περιπέτειες θα φτάσουν στο Βουκουρέστι και θα μεταφραστούν στα γαλλικά απ τη Μέλπω Αξιώτη. Είναι η πρώτη εμφάνιση μεταφρασμένου έργου του Ρίτσου σε αυτοτελή μορφή. Στον Άη Στράτη θα μάθει την είδηση του θανάτου του Νίκου Μπελογιάννη. Θα γράψει σαν ύστατο φόρο τιμής το ποιήμα «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο». Το ποίημα θα  αντιγραφεί σε τσιγαρόχαρτα απ τους συνεξόριστους συντρόφους του, θα φυγαδευτεί και θα εκδοθεί στη Ρουμανία. Η κατάσταση της υγείας του όμως θα χειροτερεύσει. Εκπρόσωποι του διεθνούς πνεύματος όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Πάμπλο Νερούντα και ο Λουί Αραγκόν θα πιέσουν το καθεστώς έτσι ώστε ο Ρίτσος να φύγει απ τον Άη Στράτη.
Επιστρέφει με δυο βαλίτσες με διπλό πάτο(!) που έκρυβε τις πολύτιμες μνήμες αποτυπωμένες στο χαρτί. Θα συνδεθεί με την ΕΔΑ και τότε θα αρχίσει τη συνεργασία με την Αυγή.  Απ τις 14-17 Ιουνίου του 1956 θα ολοκληρώσει τη Σονάτα του Σεληνόφωτος που θα του δώσει και το Α” Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Μια έκρηξη ήταν αυτό το έργο απ τα κατάβαθα της ψυχής του. Μια καταδίκη στον κόσμο του «φαίνεσθαι» και συγχρόνως μια κατάδυση στον κόσμο του «είναι».  Τώρα πια ξέρει καλά ότι «καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, στη δόξα και στο θάνατο». Ένας απολογισμός ζωής σα μονόλογος αρχαίας τραγωδίας. «Την πρώτη και τη τελευταία λέξη την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση. Όλη τη σιωπή θα την πει η ποίηση.» Και η σιωπή της ποίησης του Ρίτσου κραύγαζε για όσους μπορούσαν να την ακούσουν. Το 1965 γράφει ένα ποίημα φόρο τιμής στον αδικοχαμένο Σωτήρη Πέτρουλα.
Ταξίδι σταθμός στη ζωή του η Κούβα το 1966 τη στιγμή που στην Ελλάδα κυκλοφορούσε μελοποιημένη η Ρωμιοσύνη.  Λίγους μήνες αργότερα η στρατιωτική δικτατορία θα τον συλλάβει ξανά ενώ τα βιβλία του θα συμπεριληφθούν στη λίστα με τα «απαγορευμένα.» Οδηγείται στη Γυάρο αυτή τη φορά μαζί με χιλιάδες άλλους αγωνιστές . Ίσως ένα περίεργο στοίχημα της μοίρας να επισκεφθεί όλους τους τόπους εξορίας.  Όταν η Γυάρος κλείσει θα τον στείλουν στο Παρθένι της Λέρου απ όπου λόγω υγείας θα μεταφερθεί στον Άγιο Σάββα κι από κει σε κατ” οίκον περιορισμό στη Σάμο.  Από κεί θα στείλει κρυφά στο Μίκη Θεοδωράκη τα «Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας». Η δική του πινελιά στον αγώνα ενάντια στη δικτατορία.  Παρών και στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Απ τις 16-22 Νοεμβρίου θα γράψει το «Ημερολόγιο μιας βδομάδας» και θα ξεκινήσει την «Πύλη» το «χτίσιμο» πέτρα πέτρα της Πύλης του Πολυτεχνείου. Θα γράψει όμως και για τους φίλους που είναι μακριά. Για τον Αλιέντε και το Νερούντα μετά την εισβολή της στρατιωτικής δικατορίας στη Χιλή, για τους αγωνιστές της Ισπανίας που εκτέλεσε ο Φράνκο.  Παρών όμως και στα γεγονότα της Κύπρου. Ένας θρηνητικός ύμνος από κείνον για την τούρκικη εισβολή.  Και λίγο αργότερα ένα δοξαστικό ελεγείο και για τον Αλέκο Παναγούλη.
Αριστερός με την καθαρή έννοια του όρου που σήμαινε ήθος και αξίες. Πολλές οι βραβεύσεις του, κορυφαία τα βραβεία του,  όπως το βραβείο Λένιν, επίτιμος διδάκτορας στα σπουδαιότερα  πανεπιστήμια. Το μεγαλύτερο βραβείο που πήρε όμως ήταν η αγάπη του κόσμου και η διαχρονικότητα του έργου του.  Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης που ύμνησε τους κοινωνικούς αγώνες, την Ελλάδα, την ιστορία, τον άνθρωπο και την ψυχή του έφυγε στις 11 Νοεμβρίου 1990 αφού σφράγισε με «χρυσόβουλο» τη νεότερη ιστορία με την παρουσία του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου