Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Ο Παρθενώνας της Πελοποννήσου

Σε υψόμετρο 1130μ. , κρυμμένος μέσα στα Αρκαδικά βουνά, το Κωτίλιον, το Λυκαίο, το Τετράτζι και το Ελαίον βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους ναούς της αρχαιότητας, ο Ναός του Επικουρίου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας.
epik
«Και ξάφνου σε ένα απογύρισμα του βουνού υψώνεται αναπάντεχα μπροστά σου ο ξακουστός ναός του Απόλλωνα στις Βάσσες στην καρδιά της Πελοπόννησος. Έτσι πελεκημένες και τοποθετημένες οι κολώνες τούτες του ναού εκφράζουν την ουσία όλης ετούτης της βουνίσιας αυστηρότητας κι ερημίας. Θαρρείς πως είναι η κεφαλή του τοπίου, η ιερή, γυροτραφισμένη περιοχή, όπου μέσα προφυλαγμένος αγρυπνάει ο νους του. Σαν να λαχτάριζε από αιώνες μέσα στους σκοτεινούς όγκους του ολάκερο το βουνό να εκφραστεί και μόλις απόχτησε το ναό τούτον του Απόλλωνα, αλάφρωσε. Αλάφρωσε, θέλω να πω πήρε νόημα, το νόημά του και χάρηκε». Νίκος Καζαντζάκης
Σε υψόμετρο 1130μ. , κρυμμένος μέσα στα Αρκαδικά βουνά, το Κωτίλιον, το Λυκαίο, το Τετράτζι και το Ελαίον βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους ναούς της αρχαιότητας, ο Ναός του Επικουρίου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας. Ακριβώς πάνω στα όρια των νομών Αρκαδίας και Μεσσηνίας κοντά στην Ανδρίτσαινα. Δυτικά υπήρχε οικισμός από την αρχαϊκή εποχή που ονομαζόταν «Βάσσαι» από τις βάσσες, δηλαδή τις μικρές κοιλάδες ανάμεσα στις βραχώδεις εκτάσεις. 13 χλμ. από το ναό βρίσκεται και η αρχαία Φιγάλεια, η πόλη που διοικητικά υπαγόταν ο ναός.  Ο ναός κατάφερε να επιβιώσει από τις κάθε λογής επιθέσεις χάρη στην απομονωμένη θέση του.
Στην περιοχή από την αρχαιότητα λατρεύονταν ο Απόλλωνας Βασσίτας, ο Δίας, ο Πάνας καθώς επίσης η Αφροδίτη και η Άρτεμη Ορθασία. Σύμφωνα με το θρύλο οι κάτοικοι είχαν κάνει τάμα στον Απόλλωνα να του αφιερώσουν ναό αν τους έσωζε από μια επιδημία που μάστιζε την περιοχή στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολεμου. Προφανώς οι δεήσεις τους εισακούστηκαν και χρησιμοποιώντας τους ογκόλιθους προγενέστερου ναού, ανήγειραν  το ναό κόσμημα για την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική.  Ο μεγαλοφυής αρχιτέκτονας του ναού , που σύμφωνα με τον  Παυσανία, ήταν ο Ικτίνος, κατόρθωσε με μεγάλη τόλμη να συγκεράσει και να συνδυάσει αρμονικά στο μνημείο και τους τρεις γνωστούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της αρχαιότητας (δωρικός εξωτερικά, ιωνικός στο εσωτερικό του σηκού) ενώ εδώ έχουμε και για πρώτη φορά χρήση κορινθιακού κιονοκράνου απέναντι απ το νότιο τοίχο του σηκού απέναντι απ τη θύρα εισόδου δημιουργώντας έτσι ένα άδυτο στο οποίο μάλλον βρισκόταν το λατρευτικό άγαλμα του θεού.  Ναός περίπτερος διπλός «εν παραστάσι» που οικοδομήθηκε γύρω στο 420-400 π.Χ.  Στο σηκό αντί για κιονοστοιχίες υπάρχουν ημικίονες ιωνικού ρυθμού ενώ η ύπαρξη ζωφόρου εσωτερικά σε δωρικό κτήριο είναι ακόμα μια πρωτοτυπία του Ικτίνου. Μια ακόμα ιδιομορφία είναι ο ασυνήθιστος προσανατολισμός του ναού από βορρά προς νότο αντίθετα απ το συνηθισμένο ανατολικά προς δυτικά. Ασυνήθιστο όμως ήταν για τα πρότυπα της εποχής και το επίμηκες οικοδόμημα με 6 κίονες στις στενές πλευρές και 15 στις μακρές θυμίζοντας προγενέστερους ναούς.  Στο επιστύλιο που διέτρεχε τους ιωνικούς ημικίονες του σηκού στεγαζόταν η περίφημη ζωφόρος με σκηνές Αμαζονομαχίας και Κενταυρομαχίας με τις 23 ανάγλυφες πλάκες που απ τις αρχές του 19ου αιώνα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Η κεντρική πλάκα στο βάθος παρίστανε τον Απόλλωνα που με τη συνδρομή της Αρτέμιδος, έκανε να επέλθει η δικαιοσύνη, που διαταράχτηκε από τους αίτιους των μαχών.
Η πρώτη συστηματική ανασκαφή έγινε το 1812 από ομάδα ευρωπαίων επιστημόνων που έφεραν στο φως και τις 23 πλάκες της ανάγλυφης ζωφόρου και τις φυγάδευσαν στην Αγγλία. Το 1829 η Επιστημονική Γαλλική Αποστολή του Μορέως, μελέτησε και δημοσίευσε σε δίτομο μνημειώδες έργο την αρχιτεκτονική του ναού. Το 1902 άρχισαν οι ανασκαφικές έρευνες στο ναό από την Αρχαιολογική Εταιρεία με τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Κ. Κουρουνιώτη και τη συμμετοχή των Π. Καββαδία και Κ. Ρωμαίου, ενώ ταυτόχρονα άρχισε η συστηματική προσπάθεια αναστήλωσης και αποκατάστασης του μνημείου. Το 1903 κατά τη διάρκεια των ανασκαφών σε μια μικρή κοιλάδα του όρους Κωτίλιον, 100 μέτρα ψηλότερα από ναό του Απόλλωνα, αποκαλύφθηκαν δύο ιερά, που αποδόθηκαν απ τον ανασκαφέα στην Αφροδίτη και στην Άρτεμη Ορθασία. Ο Κ. Κουρουνιώτης στηρίχτηκε τόσο στις περιγραφές του Παυσανία όσο και σε χάλκινη πλάκα που βρέθηκε και η οποία αναφέρεται στον Απόλλωνα Βασσίτα, στην Άρτεμη Ορθασία και στον Σινόεντα Πάνα. Οι ανασκαφές επαναλήφθηκαν από το 1959 έως το 1979 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία με την διεύθυνση του Ν. Γιαλούρη. Από το 1982 το υπουργείο Πολιτισμού ανέλαβε συστηματικά το δύσκολο έργο της συντήρησης και αναστήλωσης του ναού, που συνεχίζεται έως σήμερα.
Το μνημείο είναι ένα από τα προστατευόμενα μνημεία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής κληρονομιάς, που περιλαμβάνεται από το 1986 στον κατάλογο της UNESCO ενώ ο ίδιος ο Παυσανίας γράφει χαρακτηριστικά: «Ναῶν δ” ὅσοι πελοποννησίοις εἰσί, μετά γε τόν ἐν Τεγέᾳ προτιμῷτο οὗτος ἄν τοῦ λίθου τε ἐς κάλλος καί τῆς ἀρμονίας ἕνεκα».(Παυσανίας VIII, 41,8).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου