Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Η απόκρυψη των θησαυρών του ΕΑΜ

Το 1888 το «Κεντρικό Δημόσιον Μουσείον δια τας αρχαιότητας» αποκτά στέγη στην Πατησίων και με Προεδρικό Διάταγμα της 9ης Αυγούστου 1893 μετονομάζεται σε Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Μια ιστορία παράλληλη με τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας.
Κύριο μέλημα του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ι. Καποδίστρια ήταν, μεταξύ άλλων, η δημιουργία ενός μουσείου για τη διαφύλαξη της εθνικής μας κληρονομιάς. Γι” αυτό με ψήφισμα στις 21/10/1829 ιδρύεται το «Εθνικόν Μουσείον» που στεγάζεται αρχικά στο κτήριο του Ορφανοτροφείου στην Αίγινα. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα με νόμο στις 10/22 Μαίου 1834 ιδρύεται το «Κεντρικό Δημόσιον Μουσείον  δια τας αρχαιότητας» και με βασιλικό διάταγμα ορίζεται από τις 13/11/1834 το Θησείο ως Κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι ελληνικοί θησαυροί όμως δεν ήταν δυνατόν να χωρέσουν στο Θησείο με αποτέλεσμα να επιστρατευτούν κι άλλα δημόσια κτήρια όπως ήταν η Στοά του Αττάλου. Πλέον ήταν επιτακτική ανάγκη η εύρεση ενός χώρου που να συμπεριλάβει όλες τις αρχαιότητες.
Ο Leovon Klenze αρχιτέκτονας της Γλυπτοθήκης του Μονάχου έκανε τα σχέδια για ένα μεγάλο μουσείο που θα γινόταν στον Κεραμεικό και θα ονομαζόταν «Παντεχνείο». Ο κρατικός προϋπολογισμός μάλιστα του 1854/55 προέβλεπε ένα ποσό γι αυτό το σκοπό. Το υπόλοιπο του κόστους καλύφθηκε από την Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία, από την Κοινότητα των Μυκηνών και από χορηγία του Δημ. Βερναδάκη, Έλληνα ομογενή απ την Αγία Πετρούπολη. Η γραφειοκρατία της εποχής ενέκρινε την ανέγερση του μουσείου αλλά εκφράστηκαν πολλές ενστάσεις για την επιλογή του Κεραμεικού. Τελικά χτίστηκε σε οικόπεδο που έκανε δωρεά η Ελένη Τοσίτσα στην Πατησίων. Βασιλικά διατάγματα καθόρισαν το σκοπό και τη λειτουργία του μουσείου το οποίο ολοκληρώθηκε μέσα σε τρία χρόνια απ τον αρχιτέκτονα Τσίλλερ. Το 1888 το «Κεντρικό Δημόσιον Μουσείον δια τας αρχαιότητας» αποκτά στέγη στην Πατησίων και  με Προεδρικό Διάταγμα της 9ης Αυγούστου 1893 (ΦΕΚ Α΄ αρ. 152) μετονομάζεται σε Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Οι Γερμανοί στο ΕΑΜ
EAM 2
Πολλοί Γερμανοί «θαύμαζαν» την Αρχαία Ελλάδα και επισκέφθηκαν κλασικούς αρχαιολογικούς χώρους ως «τουρίστες πολέμου».  Ύψωσαν τη σβάστικα στην Ακρόπολη, κατέθεσαν στεφάνι στο μνημείο του Αγνώστου στρατιώτη, επισκέφθηκαν τις Μυκήνες, ύψωσαν την πολεμική σημαία της 1ης Μεραρχίας των SS στο αρχαίο στάδιο της Ολυμπίας ενώ ο ίδιος ο Χίτλερ εξέφραζε το θαυμασμό του για την Ακρόπολη  και τον Παρθενώνα θεωρώντας ότι είχε «κάποια εκλεκτική συγγένεια και ένα είδος παράλληλου βίου με τον Περικλή»… Ευτυχώς αυτό ο Περικλής δεν το μαθε ποτέ!
Μόλις λοιπόν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941, μια απ τις πρώτες τους κινήσεις ήταν να επισκεφθούν και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.  Όλο και κάτι θα είχε αφήσει ο Έλγιν προς…εκμετάλλευση. Μπροστά τους όμως βρήκαν ένα άδειο κτήριο, με άδειες προθήκες, λιγοστούς αρχαιολόγους και τους φύλακες που είχαν βάρδια. Είναι από τις ελάχιστες φορές στην ιστορία που το ελληνικό κράτος όντως λειτούργησε αξιοθαύμαστα. Η κυβέρνηση Μεταξά απ το 1937  ξεκίνησε τις συνεννοήσεις με τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Παιδείας για την εκπόνηση ενός σχεδίου για την ασφάλεια των εθνικών θησαυρών σε περίπτωση πολέμου, οδομαχιών, βομβαρδισμών, επιδρομών, κλοπών κτλ. Έτσι ανά μουσείο είχαν διακριτικά συσταθεί επιτροπές απόκρυψης επειδή υπήρχε εντολή να μην υπάρξει η οποιαδήποτε ένδειξη πολεμικής προετοιμασίας. Mόλις λοιπόν κηρύχθηκε ο πόλεμος, με έγγραφο στις 11/11/1940, δόθηκαν τεχνικές οδηγίες «δια την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων απ΄τους εναέριους κινδύνους». Οι οδηγίες μιλούσαν για κατάχωση των αγαλμάτων σε ορύγματα στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών που είχαν επενδυθεί με οπλισμένο σκυρόδεμα. Η κάθοδος των αγαλμάτων γινόταν με αυτοσχέδιους ξύλινους γερανούς.  Αφού τα τοποθετούσαν εκεί τα κάλυπταν με άμμο ή άλλα αδρανή υλικά. Στη συνέχεια το όρυγμα το κάλυπταν με πλάκα τσιμέντου. Χάλκινα, πήλινα, ειδώλια και αγγεία τα έβαλαν σε κιβώτια που είχαν επένδυση από κερόχαρτο ή πισσόχαρτο για προστασία από την υγρασία. Στη συνέχεια τα τοποθετούσαν στις ημιυπόγειες αποθήκες της νέας πτέρυγας του μουσείου προς την οδό Μπουμπουλίνας κι από πάνω έριχναν και πάλι άμμο. Οι κατάλογοι του μουσείου μπήκαν κι αυτοί σε κιβώτια και παραδόθηκαν στον ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος.  Τα ευρήματα της ανασκαφής των Δελφών του 1939, μαζί με χρυσά και ελαφαντοστά παραδόθηκαν συσκευασμένα στην Εθνική Τράπεζα ενώ 35 κιβώτια φυλάχθηκαν στο σπήλαιο της Εννεάκρουνου και 22 στις φυλακές του Σωκράτους.
Στην κολοσσιαία αυτή επιχείρηση σωτηρίας, όχι μόνο των αρχαιολογικών μας θησαυρών αλλά και της αξιοπρέπειας της χώρας μας, συμμετείχαν άνθρωποι όλων των ειδικοτήτων και ανάμεσά τους μερικά σπουδαία ονόματα της Αρχαιολογίας όπως για παράδειγμα  ο Αν. Ορλάνδος, ο Σπ. Μαρινάτος  αλλά και ένας πρωτοετής φοιτητής  Αρχαιολογίας που πήγε εθελοντικά να βοηθήσει. Ήταν ο μετέπειτα ακαδημαϊκός Σπ. Ιακωβίδης.  Έτσι οι Γερμανοί παρέλαβαν ευτυχώς ένα άδειο μουσείο. Στην Κατοχή λοιπόν το κτίριο γλύτωσε. Στα Δεκεμβριανά όμως απ τους βομβαρδισμούς κάηκε τμήμα της στέγης ενώ μέρος του πρώτου ορόφου μετατράπηκε σε φυλακές. Στους τοίχους εκεί που βρίσκονται τα γραφεία του προσωπικού μπορεί να διακρίνει κανείς καρφωμένες οβίδες!
Στα χρόνια που ακολούθησαν στο χώρο του μουσείου στεγάστηκαν διάφορες υπηρεσίες. Στην αίθουσα την Μυκηναϊκών η κρατική Ορχήστρα, στη δυτική πλευρά το Κεντρικό Ταχυδρομείο, υπηρεσίες του Υπουργείου Προνοίας μέχρι και Ειδική Υγιειονομική υπηρεσία για…τις «δυστυχισμένες απόκληρες». Όταν τέλειωσαν τα δύσκολα χρόνια οι υπηρεσίες έφυγαν, οι θησαυροί μπήκαν ξανά στις προθήκες και τα αγάλματα λένε τη δική τους ιστορία σε όποιον μπορεί να την ακούσει.
EAM

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου