Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Φόρος τιμής στον πρίγκηπα


23 χρόνια πέρασαν απ” τη μέρα που ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο ασυμβίβαστος της ελληνικής μουσικής σκηνής, αποφάσισε να «δραπετεύσει» απ” αυτή τη ζωή.  Ζηλευτή και γεμάτη η πορεία της ζωής του αλλά και αυτοκαταστροφική ταυτόχρονα. Γνήσιος, ανθρώπινος και αυθεντικός όσο κανένας. Μας έμαθε να μη φοβόμαστε τις λέξεις. Δε μάσησε ποτέ τα λόγια του. Ήταν ο ορισμός της λέξης μάγκας που πάταγε σταθερά πάνω στη σκηνή και περνούσε μηνύματα. Tα δικά του μηνύματα. Προκαλούσε μέσα απ” τους στίχους του αλλά κατάφερε να αγγίξει όχι μόνο τη γενιά του αλλά και όσες θα ακολουθήσουν. Ήταν μόνος του μέσα σ” ένα μοναχικό δρόμο. Έγραφε συνέχεια, σε χαρτάκια, αποκόμματα, μπλόκ. Διάβαζε ποίηση. Αγαπούσε τον Αναγνωστάκη, το Σεφέρη και τον Ελύτη. Ήθελε να γίνει συγγραφέας. Είχε διαλέξει και το ψευδώνυμό του. Παύλος Αστέρης. Δεν πρόλαβε. Ακολούθησε το δρόμο του Χέντριξ, του Μόρισον και πολλών άλλων. Υπερβολική δόση ηρωίνης είπαν. Κι όμως για όσους τον ήξεραν καλά ήξεραν πως ήταν συνειδητή επιλογή.
Το φθινόπωρο του 1979 γνώρισε την πιο καταστροφική γυναίκα της ζωής του. Την ηρωίνη. Της έγραψε και τραγούδι. Γυναίκα δηλητήριο απ αυτές που σε οδηγούν στο θάνατο. Αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο κι όμως δεν βγαίνει από αυτό. Οι στίχοι των τραγουδιών του ωστόσο είναι κραυγές. Έγραψε για την ηρωίνη, για τη γυναίκα, για την προδοσία, για τη μοναξιά, για τη ζωή. Για όλα τα «επικίνδυνα» θηλυκά. «Η γυναίκα είναι ο καθρέφτης μας. Το πλάσμα που μπορούμε να πούμε ότι αγαπάμε στο έπακρο και μισούμε στο έπακρο ταυτόχρονα, όπως με το ίδιο σκεπτικό λέμε ότι εμπεριέχουμε το Σατανά και το Θεό».
Σ” αγαπούσε πολύς κόσμος Παύλο κι όμως εσύ ακολουθούσες το δικό σου μοναχικό δρόμο επιβεβαιώνοντας αυτό που λένε «Μονάχος μες στους ξένους και μες στους φίλους μόνος». Το γραφες αυτό. Πήρες τηλέφωνο τη μοναξιά σου και βγήκες στο δρόμο της φωτιάς. Δε σ” ένοιαζαν εσένα οι τιμές τους ούτε τα λόγια τα θεατρικά, έβλεπες την κόλαση και παραδεχόσουνα ότι την έχεις ζήσει όλη. Μες στα ερείπια του καιρού τι ζωή να πας να χτίσεις;  Έγραφες από ανάγκη στις 5 το πρωί. Έκανες ύμνο το «Να μ΄αγαπάς» την πιο ωραία υποτακτική που αφήνει στον άλλο τη διακριτική ευχέρεια να μην το κάνει.  Δεν απαιτούσες την αγάπη την διεκδικούσες με αξιοπρέπεια. Είχες αγάπη Παύλο. Πολύ αγάπη. Μίλησες για τα τριάκοντα αργύρια αν και ήξερες ότι πολλοί προδίδουν και για πολύ λιγότερα. Χρόνια τώρα η ζωή μας βρίσκεται μέσα στους στίχους σου. Σα να ξέρεις.
Δεν ξέρω αν βρέθηκες τελικά με την Κ. Ξέρω όμως ότι την αγάπησες πολύ. Λένε πως κάποια στιγμή έμαθε ότι υπάρχει ένα τραγούδι που μιλούσε για κείνη. Σαν την Αχάριστη του Τσιτσάνη ή τη Φραγκοσυριανή του Βαμβακάρη. Ίσως γι” αυτό διάλεξες να τραγουδήσεις τα τραγούδια τους. Ίσως γι αυτό το ζειμπέκικό σου ήταν τόσο ξεχωριστό. Δισέγγονος του θρυλικού Ζορμπά βλέπεις. Χόρεψε εκείνο το χορό με σπασμένο πόδι στην παραλία σφαδάζοντας απ τους πόνους χωρίς να δείξει τίποτα σε κανέναν. Το ίδιο κι εσύ.
Δεν τέλειωσες ποτέ το Μαθηματικό; Ε και; Εσύ δεν ήρθες σ” αυτό τον κόσμο για να λύνεις εξισώσεις. Ήρθες για να αγγίζεις τις πιο ευαίσθητες χορδές των ανθρώπων. «Τους είδα περαστικούς απ τις αίθουσες των πανεπιστημίων και των δημόσιων σκοτεινών ψυχιατρείων να συλλαβίζουνε την αλφαβήτα της κραυγής». Η ζωή σου μια κραυγή μέσα απ τα τραγούδια σου. Έλεγες ότι η ζωή είναι φλου κι όμως μίλαγες για κείνο τον πόνο που χει αιτία τυφλή. Μίλαγες για κείνη που είχε το βλέμμα της αγάπης που είχε σβήσει. Όλα τα έσβησαν οι κουβέντες σα γομολάστιχα. Σβήνει όμως η αγάπη; Εσύ ρομαντικέ μου ποιητή αναρρωτιόσουνα αν σ” αγάπησε όπως ο ήλιος την αυγή. Είναι σπάνια όμως αυτή η αγάπη.
Δεν την αναγνωρίζουν εύκολα οι άνθρωποι. Τη φοβούνται. Το απόλυτο το φοβάται κανείς και το διώχνει μακριά.  Η αγάπη παλεύει με το μίσος και ψέματα. Ψέματα λένε ακούς; Εσύ το είπες πρώτα. Λόγια θεατρικά ήταν όλα. Χάρτινα είδωλα νεκρά. Μέσα σε είκοσι λεπτά είδες το μίσος και την αγάπη. Οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Προειδοποιούσες για το τέλος. Κάποιοι άνθρωποι δε μένουν πολύ σ” αυτή τη γη. Εσύ προκάλεσες την Η. Παραδέξου το. Ήξερες ότι ανάσκελα θα σε βρουν ένα πρωί. Σ” έλιωνε ο αργός θάνατος. Είχες ζήσει την κόλαση. Είπες το θάνατο ζωή. Έκανες το θάνατο ζωή κι έκανες το κυνήγι του να μοιάζει γλυκό. Περιφρονούσες τα υλικά αγαθά έλεγαν όλοι. Δεν τα είχες ανάγκη. Εσύ είχες άλλη αποστολή σ” αυτή τη γη. Μίλησες σαν προφήτης και για μας, για τη δική μας αιχμάλωτη γενιά.  Έβλεπες ότι μόνο μέσα απ το παιδί υπάρχει ελπίδα. Το παιδί που υπάρχει μέσα μας, δίπλα μας. Και τι θα πούμε σ” αυτό το παιδί; Τι μπορούμε να του πούμε; Σε δίκασαν να σπαταλάς τα χρόνια σε μια ζωή χωρίς προοπτική. Τη ζωή σου την πασάρανε. Αυτή είναι κι αν σ” αρέσει. Αυτό είναι το χειρότερο ξέρεις. Να μην έχεις επιλογή.
Παύλος 2
Άφησες τη δική σου μεγάλη σφραγίδα στην ελληνική μουσική σκηνή ή μάλλον σφράγισες και τις δικές μας ζωές με το πέρασμά σου. Μας έμαθες πολλά αλλά το πιο σπουδαίο μάθημα ήταν η αξιοπρεπής σου αποχώρηση. Πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος είπαν οι γιατροί. Κοινώς παράλυση στο δεξί χέρι. Δε θα μπορούσες να πιάσεις ξανά την κιθάρα σου, να μιλήσεις μέσα απ τις χορδές της. Η μητέρα σου είχε ήδη φύγει και η Η(ττα) προσπαθούσε να σε πείσει ότι μόνο εκείνη σου μεινε.
Γύρισες πίσω το βλέμμα και κοίταξες. Ο Πόντος, η Αθήνα, η Θεσαλονίκη, τα Εξάρχεια, ο Ζορμπάς, η Έλλη Αλεξίου, ο Δάμων κι ο Φιντίας, τα Μπουρμπούλια, ο Σαββόπουλος, ο Μαρκόπουλος, η Σπυριδούλα, οι Απροσάρμοστοι φίλοι σου, ο Πουλικάκος, τα τραγούδια σου, οι δίσκοι, η λογοκρισία όλα μπροστά σου σαν ταινία. Και συ μόνος, πιο μόνος από ποτέ. Κι όμως αν ήξερες πόση αγάπη πήρες…Ήσουνα μόλις 42 χρονών.
Μας αποχαιρέτισες μ΄ ένα στίχο «Η απελπισία περίστροφο και σφαίρες της οι ανάγκες. Άντε και καλή τύχη μάγκες». Σημάδεψες τις ζωές μας Παύλο να το θυμάσαι αυτό. Καληνύχτα…

Κατερίνα Μπαλκούρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου